Δεν έθεσε, πάντως, δίλημμα ανάμεσα σε κιθαρίστες ή ντράμερ, μπογιατζήδες ή ζωγράφους. Επικεντρώθηκε σε γέρους ή νέους. Με τον άκομψο, έστω, τρόπο του, μετέφερε στο δημόσιο διάλογο τη ρήση του Δημόκριτου «ο γέρων νέος εγένετο, ο δε νέος άδηλον ει εις γήρας αφίξεται». Δηλαδή, ο γέρος υπήρξε νέος, αλλά ο νέος δεν είναι σίγουρο ότι θα φτάσει να γίνει γέρος.

Όπως κι αν έχει, ο ηλικιωμένος καλλιτέχνης επιβεβαίωσε το ένστικτο επιβίωσης των ανθρώπων. Όλων, ανεξαρτήτως ηλικίας, έναντι της κοινής μοίρας της θνητότητας. Πόσο μάλλον εκείνων που νιώθουν απροστάτευτοι, αν όχι παραγκωνισμένοι απέναντι στον κορονοϊό. Εξέφρασε, άλλωστε, ένα δικαιολογημένο παράπονο για την αντιμετώπιση των ασθενών τρίτης ηλικίας. Ατόμων και των δυο φύλλων που συνθέτουν το πιο ευάλωτο τμήμα της κοινωνίας .. Που αντιπροσωπεύουν σε αυτήν την θανατηφόρα περίοδο ένα ανεξόπλιστο πεζικό που εκτίθεται στην πρώτη γραμμή μπροστά από έναν αόρατο εχθρό. Και, δυστυχώς, αποτελούν την πλειονότητα στις απωλειες μεταξύ των πολυάριθμων θυμάτων αυτής της ζοφερής πανδημίας του 21ου αιώνα.

Το ζητούμενο είναι αν η τρίτη ηλικία πρέπει να απολαμβάνει το δικαίωμα στην ισονομία ή αν επιεικώς ξεχασμένη οδηγείται σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης προς μαζική «απόσυρση» και οριστική «διαγραφή». Από το Μάρτιο κιόλας η «σκοτεινή» πτυχή του, κατά τα άλλα προνοιακού, Σουηδικού κράτους εξέδωσε σοκαριστική οδηγία προς τα νοσοκομεία της Στοκχόλμης να μην εισάγονται στις ΜΕΘ οι άνω των 80 ετών ασθενείς με Covid-19 οι και όσοι 65 – 75 χρονών υποφέρουν από βαριά νοσήματα Αιτιολογικό: οι λιγοστές πιθανότητες ανάρρωσης ή επιβίωσης τους. Κοινώς, τζάμπα ο κόπος. Οι ίδιες διακρίσεις, αλλά χωρίς εντολή, εκδηλώθηκαν πρωτοβουλιακά και στο Μπέργκαμο. Οι ηθικές αξίες πήραν αναστολή και ο όρκος του Ιπποκράτη πήγε περίπατο μπροστά στην αγωνιώδη πίεση των νοσοκομείων για παροχή φροντίδας σε όλους

Αναπόφευκτα, διαδοθήκαν θεωρίες συνομωσίας για την σκόπιμη περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων, προς δημοσιονομική ανακούφιση λόγω της μείωσης των δαπανών για συντάξεις και της ελάφρυνσης του κόστους για την υγειονομική περίθαλψη τους. Πολύ ανελέητα κυνικό για να είναι θλιβερά αληθινό. Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας τη πανδημίας, η δύσκολη ισορροπία μεταξύ υγείας, οικονομίας και κοινωνίας λαμβάνει υπ’ όψη της όλες τις παραμέτρους. Παραμερίζοντας ενίοτε τη συνειδητή συμπαράσταση, αλληλεγγύη και συμπόνια προς τους αδύναμους κρίκους της ζωής. Πώς να μη φοβούνται και να αγανακτούν μετά οι «παραπεταμένο» γέροι;

Κακά τα ψέματα. Αυτές οι φθαρμένες από το χρόνο φιγούρες με τα λευκά μαλλιά και τις βαθιές ρυτίδες, τα ακουστικά βαρηκοΐας, τις μασέλες, τα χοντρά μυωπικά γυαλιά και τα μπαστούνια θεωρούνται, από μερίδα της κοινωνίας, ως σύντομης διαρκείας και σχεδόν αναλώσιμες. Όλο και λιγότερη περίσκεψη αφιερώνεται στους «απόμαχους» της ζωής. Η προσοχή που χαρίζεται πια στους ηλικιωμένους υπαγορεύεται συχνά από μια καμουφλαρισμένη αίσθηση υπεροχής ή γενναιοδωρίας, που υπερκαλύπτει τον ειλικρινή σεβασμό και την πραγματική εκδήλωση αγάπης. Εξάλλου, οι φρενήρεις περισπασμοί, τα πολυποίκιλα ενδιαφέροντα, οι ολοένα πιο καταιγιστικά έντονοι ρυθμοί της πολυάσχολης καθημερινότητας τείνουν να ξεχάσουν ότι η ζωή είναι μεταβατική, η ασθένεια και ο θάνατος υπενθυμίζουν συνεχώς την ανθρώπινη ευθραυστότητά.

Από την άλλη υπάρχει πάντα, όχι εντελώς αβάσιμα, η πεποίθηση ότι οι ηλικιωμένοι ανήκουν σε μια κοινωνική κατηγορία που βρίσκεται πλέον εκτός παιχνιδιού. Δεν είναι πια δημιουργική , παραγωγική , ανταγωνιστική, δεν συμμετέχει στην επιχειρηματική δραστηριότητα και τη συλλογική κατανάλωση. Προφανώς κανείς δεν προσδοκά μελλοντικές μεγάλες επιτυχίες, δόξα , φήμη και πλούτη από όσους στα γενέθλιά τους τα κεριά κοστίζουν περισσότερο από την τούρτα, που έλεγε και ο Μπομπ Χοουπ. Αυτή είναι ,λογικά, η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, πάντα , όμως , πρόκειται για ανθρώπους. Το παράλογο είναι να τους φορτώνουν, υπό μια ρηχή νεολαγνεία, σαν άδειες βαλίτσες στο βαγόνι της σκευοφόρου που σέρνει η ατμομηχανή της ζωής. Χώρια που τους μέμφονται πως δεν εγκατέλειψαν τα εγκόσμια, όταν οι ίδιοι οι επικριτές τους εγκαταλείπουν αναίσχυντα.

Η πανδημία, ωστόσο, ξεσκονίζει ξεχασμένες έννοιες της πραγματικότητας. Όχι μόνο συναισθηματικές για τους παππούδες ή τους ηλικιωμένους γονιούς. Αναδύει σχεδόν δραματικά στην επιφάνεια τη σταθερή και επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης. Πρόκειται για ένα δημογραφικό μαρασμό που τη καθιστά κυριολεκτικά «γηραιά» ήπειρο. Αναπόδραστα μια κοινωνία ηλικιωμένων, παρότι αυτοκολακεύεται ότι τα 70 είναι τα νέα 50, σκάφτεται και δρα χωρίς μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς και ρίσκα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τσουβαλιαστεί στα γηροκομεία ή να εκπαραθυρωθεί ως ασύμφορη από τα νοσοκομεία. ¨Όσο και αν σωματικά η μηχανή ρετάρει αρκεί το μυαλό να στροφάρει για να αντιδράσει, κινητοποιώντας έναν αμυντικό ακτιβισμό.

Με το προσδόκιμο όριο ζωής να αυξάνεται, χάρη στην επιστήμη, οι άνω των 65 συγκροτούν την ταχύτερα διευρυνόμενη ηλικιακή ομάδα στο πληθυσμό. Σταδιακά αναμένεται πως ένας στους τρεις θα ανήκει σε αυτές τις ηλικίες. Μπορεί άραγε να τους κρατήσει οποιαδήποτε η πολιτεία αναξιοποίητους, στριμωγμένους και παραμελημένους μόνο για να ρεμβάζουν, να πλήττουν και να νοσταλγούν; ¨Ήδη σε ηγετικά δημόσια πόστα δραστηριοποιούνται ενεργά αειθαλείς ηγετικές φιγούρες σαν τον Πάπα της Ρώμης, το Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, το Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Πόσο μάλλον τα role models των υπερηλίκων σαν τη βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας, το Ραούλ Κάστρο της Κούβας , γιατί όχι και το πρόσφατο πλανητάρχη ,στα 78 του, Τζο Μπάιντεν;

Υπό αυτή την ανάγνωση, όσο και αν μοιάζει παρακινδυνευμένο, ένα κόμμα ηλικιωμένων θα συγκέντρωνε χαλαρά υψηλά, αν όχι πλειοψηφικά, ποσοστά σε κάθε εκλογές σε όποια ευρωπαϊκή χώρα κι αν κατέβαζε υποψηφίους. Δεν θα το υποστήριζαν μόνο οι συνομήλικοι του που θα έφταναν ως τις κάλπες. Θα το ψήφιζαν επίσης αρκετές οικογένειες των παιδιών τους , οι οποίες τσοντάρουν στο εισόδημα τους από τις συντάξεις τους, και ακόμη μερικά από τα εγγόνια που καταναλώνουν χάρη στο χαρτζιλίκι των παππούδων τους. Προϋπόθεση για ένα τέτοιο σενάριο είναι το πείσμα, η ανθεκτικότητα και η θέληση των ηλικιωμένων. Όχι οι ψευδαισθήσεις. Κανείς, άλλωστε, δεν θεωρείται γέρος έως ότου, αντί να ονειρεύεται για το αύριο αρχίσει να μετανιώνει για το χθες του.