Την ακλόνητη πίστη του σε ένα οικονομικό μοντέλο που θέλει τη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στα χέρια μεγάλων επιχειρήσεων, ελληνικών ή ξένων, απέδειξε για μία ακόμη φορά ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης. Αυτή τη φορά αποκλείοντας ουσιαστικά τους μικρούς ιδιοκτήτες από τις πλατφόρμες διαμοιρασμού, τύπου Airbnb. Με τις παρεμβάσεις του, καθιστά ασύμφορη την ενοικίαση μέσω αυτών των συστημάτων διότι περιορίζει τον χρόνο ενοικίασης σε 60 ημέρες ετησίως. Σημειώνεται ότι και στο εξωτερικό τίθενται περιορισμοί ημερών στη βραχυπρόθεσμη μίσθωση.

Αυτό όμως σημαίνει ότι κανένα διαμέρισμα δεν μπορεί να φέρει επαρκές εισόδημα στον ιδιοκτήτη του μέσω Airbnb και είναι αμφίβολο αν οι 60 ημέρες ενοικίασης μπορούν να καλύψουν καν τα ετήσια κοινόχρηστα και το ρεύμα του διαμερίσματος. Η ενοικίαση μέσω Airbnb ενός μικρού διαμερίσματος γίνεται αυτομάτως ζημιογόνα. Κατόπιν αυτού, οι ιδιοκτήτες μικρών διαμερισμάτων έχουν δύο επιλογές: Ή να κάνουν μακροχρόνια μίσθωση και να κυνηγάνε τους ενοικιαστές για να εισπράξουν το νοίκι και τα κοινόχρηστα, ή να δώσουν το διαμέρισμα σε μια εταιρεία εκμετάλλευσης ακινήτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Οι εταιρείες αυτές ευνοούνται τόσο πολύ από τον υπουργό, που περιχαρείς εξέδωσαν μια ανακοίνωση που τον ευχαριστούν δημοσίως. «Είμαστε χαρούμενοι για την υιοθέτηση των θέσεών μας», λέει ο σύνδεσμός τους στην ανακοίνωση που εξέδωσε.

Ουσιαστικά, με την παρέμβαση του υπουργού η διαχείριση των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων αλλάζει χέρια και από τους μικροϊδιοκτήτες πηγαίνει σε εταιρείες διαχείρισης. Η είσπραξη των φορολογικών εσόδων δεν θα βελτιωθεί, διότι οι εταιρείες διαχείρισης θα πληρώνουν πολύ λιγότερους φόρους απ’ όσα θα πλήρωναν οι ιδιοκτήτες αθροιστικά αφού θα εκπίπτουν έξοδα που οι ιδιοκτήτες δεν εξέπιπταν.
Φυσικά κάποιοι ιδιοκτήτες με περισσότερα ακίνητα θα σκεφτούν να φτιάξουν εταιρεία διαχείρισης. Οχι όμως όσοι έχουν ένα μικρό διαμέρισμα. Αυτοί χάνουν και θα πρέπει να βρουν άλλες λύσεις.

Ποιο είναι το αποτέλεσμα λοιπόν αυτής της παρέμβασης; Πέραν της ενίσχυσης των εταιρειών διαχείρισης ακινήτων και της επιβάρυνσης της βραχυχρόνιας μίσθωσης έναντι των ξενοδοχείων, κανένα άλλο, ούτε για τους ιδιοκτήτες, ούτε για τους ενοικιαστές, ούτε για την εφορία. Το Airbnb είναι ένα μικρό παράδειγμα, αλλά ενδεικτικό ενός ευρύτερου οικονομικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που ευνοεί τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Αλλαγή μοντέλου;

Το μοντέλο της συγκέντρωσης της οικονομίας σε μεγάλες επιχειρήσεις δεν είναι πρωτοτυπία που σκέφτηκε ο Χατζηδάκης, είναι κεντρική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και είναι το μοντέλο ανάπτυξης που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ελλάδα όμως δεν έχει καταφέρει ποτέ μέχρι σήμερα να λειτουργήσει με αυτό το μοντέλο. Οι μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες είναι το μοντέλο που επικρατεί στη χώρα επί δεκαετίες.

Δεν θα προσπαθήσω να κρίνω ή να συγκρίνω τα δύο μοντέλα, το καθένα έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Ομως το ζήτημα είναι τι προτιμάει ο Ελληνας και τι του ταιριάζει και είναι σαφές ότι προτιμάει αυτό που ακολουθεί πάντα, δηλαδή μικρή επιχείρηση ή ελεύθερος επαγγελματίας. Επειδή αυτή είναι η προτίμηση, ενδέχεται το μοντέλο που υιοθετεί και προωθεί η κυβέρνηση να μη δουλέψει ικανοποιητικά. Μπορεί οι πολίτες να έχουν δυσκολία ή και άρνηση να γίνουν υπάλληλοι σε μεγάλες εταιρείες και να συνεχίσουν να αναζητούν δουλειές με μεγάλο βαθμό ελευθερίας.

Οπως διαπιστώνεται, τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εργαζομένους να προσλάβουν, παρά τις αυξήσεις μισθών, σε κανέναν κλάδο. Οι νέοι δεν θέλουν να δουλεύουν ως υπάλληλοι σε εταιρείες, προτιμούν ευκαιριακές δουλειές και όπως φαίνεται, η ανάγκη ελεύθερου ωραρίου και χωρίς υποχρεωτική παρουσία σε χώρο εργασίας είναι η πρώτη επιλογή των νέων σήμερα. Γι’ αυτό εξάλλου είναι πάρα πολλοί αυτοί που προτιμούν να δουλέψουν ως ντελιβεράδες ή dj ή μπάρμαν κ.λπ. αντί να εργαστούν σε επιχειρήσεις. Υπάρχουν και άλλες μεγάλες αλλαγές στις εργασιακές συνήθειες. Οπως αποδεικνύεται από έρευνες διεθνώς, πολλοί νέοι εργαζόμενοι αναζητούν άλλη δουλειά από τους πρώτους μήνες που προσλαμβάνονται σε μία επιχείρηση – δεν σκέφτονται δηλαδή μακροχρόνια καριέρα στον ίδιο εργοδότη, αλλά τη μεταγραφή με καλύτερες συνθήκες από τους πρώτους κιόλας μήνες που πιάνουν μια νέα δουλειά. Επίσης, σύμφωνα με άλλες διεθνείς έρευνες, έχει περιοριστεί σημαντικά ο αριθμός των νέων παγκοσμίως που θέλουν να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια και προτιμούν να αποκτήσουν γνώσεις σε πολύ λιγότερο χρόνο και με πιο συγκεκριμένη πρακτική χρησιμότητα απ’ ό,τι έχουν οι θεωρητικές σπουδές. (Αυτό πρέπει ασφαλώς να το λάβει υπόψη του και ο υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης και να το συνεκτιμήσει στους σχεδιασμούς του). Επικρατεί στους νέους μια λογική «δεξιοτήτων» και ελεύθερου χρόνου, έναντι της λογικής της ανώτατης παιδείας που υπήρχε τις περασμένες δεκαετίες.

Ολα αυτά δεν είναι παράλογα, κάθε άλλο μάλιστα, είναι η επικρατούσα τάση που προκύπτει από τις κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Και εδώ έχουμε ένα παράδοξο φαινόμενο, η Ε.Ε. και η ελληνική κυβέρνηση μαζί με πολλές άλλες να επιμένουν σε ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης το οποίο η νεολαία σε ολόκληρο τον κόσμο αμφισβητεί, αν δεν έχει ήδη απορρίψει.
Πολλοί αναρωτιούνται πώς θα επιβιώσουν οι πιο αδύναμοι από πλευράς προσόντων νέοι. Την απάντηση τη δίνουν οι κυβερνήσεις με τα επιδόματα. Πάρα πολλοί πλέον δικαιούνται κάποιο επίδομα που βοηθάει στη διαβίωσή τους και παράλληλα μειώνει την ανάγκη για εργασία. Ολοένα λοιπόν και περισσότεροι προτιμούν να παίρνουν το επίδομα και να κάνουν ευκαιριακές δουλειές, συμπληρώνοντας τελικά ένα εισόδημα που καταλήγει συνήθως μεγαλύτερο από τον μισθό που θα έπαιρναν εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση. (Ολα αυτά σε κάποιο βαθμό τα έχει λάβει υπόψη του το – «αντεργατικό» όπως μονότονα λέει η ΑΔΕΔΥ- νομοσχέδιο της κυβέρνησης, το οποίο μάλλον εξυπηρετεί παρά βλάπτει την κοινωνία).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που διαπιστώνουμε σήμερα από την πολιτική της κυβέρνησης, ακόμη και από τον τρόπο που χρηματοδοτεί με κεφάλαια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, είναι ότι υπάρχει σαφέστατα ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων εις βάρος των μικρών, οι οποίες ούτε καν χρηματοδότηση δεν μπορούν να βρουν. Παράλληλα υπάρχει «τάισμα» των πολιτών-ψηφοφόρων με επιδόματα. Αυτό είναι το νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και μένει να δούμε αν θα λειτουργήσει αποτελεσματικά και αν θα ωφελήσει τη χώρα.