Τα αποτελέσματα ενός διαγωνισμού ήρθαν πριν από ελάχιστες ώρες για να θυμίσουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο την ανάγκη σοβαρής ενασχόλησης, συγκρότησης ενός νέου σύγχρονου μοντέλου και άμεσης δράσης για τη βελτίωση και -ει δυνατόν- για την «απογείωση» προς την κορυφή, του εκπαιδευτικού συστήματος και στη χώρα μας.

Ο συγκεκριμένος διαγωνισμός αφορά καταρχάς στο πρόγραμμα διεθνούς αξιολόγησης μαθητών (PISA: Programme for International Student Assessment) και διοργανώνεται από τον ΟΟΣΑ κάθε τρία χρόνια. Η πανδημία φρέναρε τη διαδικασία– έτσι ο προηγούμενος διαγωνισμός έγινε αντί του 2021,  το 2022. Συμμετείχαν 690.000 15χρονοι μαθητές από 81 χώρες – (38 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και 43 επιπλέον χώρες). Στην εξέταση, οι συμμετέχοντες αξιολογούνται συνήθως σε τρεις δεξιότητες: στην κατανόηση κειμένου, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Η βαθμολογία τους προκύπτει από τις γνώσεις, που αναμένεται να έχουν κατακτήσει στα συγκεκριμένα πεδία οι μαθητές αυτής της ηλικίας.  Διερευνάται ειδικότερα, η δυνατότητα επίλυσης σύνθετων προβλημάτων από τους μαθητές, η κριτική τους σκέψη αλλά και το επίπεδο της επικοινωνιακής τους ικανότητας. Και φυσικά, από τα αποτελέσματα κρίνεται η αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων της κάθε χώρας.

Από την Ελλάδα, συμμετείχαν στον διαγωνισμό PISA 6.403 μαθητές από 230 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Το σύνολο αυτών των μαθητριών και μαθητών αντιπροσωπεύουν 98.100 συνομήλικους, δηλαδή σχεδόν το 91% του συνολικού πληθυσμού 15χρονων. Η περιγραφή του πλάνου που προέκυψε παραπέμπει σε μια δυσάρεστη υπόθεση: τα αποτελέσματα για τη χώρα μας ήταν απογοητευτικά, καθώς τα παιδιά βαθμολογήθηκαν ακόμη πιο χαμηλά σε σχέση με τον προηγούμενο διαγωνισμό, του 2018, ενώ οι επιδόσεις τους είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο των 80 χωρών του ΟΟΣΑ. Η χώρα μας, πολύ απλά, με βάση τη σχετική ανακοίνωση του ΟΟΣΑ  και τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού PISA 2022 για τις μαθητικές επιδόσεις, «τερματίζει» 44η μεταξύ των 80 χωρών και βρίσκεται χαμηλά στη λίστα των επιδόσεων των ευρωπαϊκών χωρών- των επιδόσεων και στις τρεις δεξιότητες στις οποίες αξιολογούνται στο συγκεκριμένο διαγωνισμό: στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο στη «Χάρτα» των επιδόσεων είναι ότι από το 2000, το έτος που η Ελλάδα συμμετείχε για πρώτη φορά στο διεθνή διαγωνισμό, σημειώνεται μία καθοδική πορεία των Ελλήνων μαθητών. Αν κάποιος δε, εστιάσει στην πιο πρόσφατη πραγματικότητα, από το 2018 μέχρι το 2022, θα ανακαλύψουν ότι οι Έλληνες μαθητές και οι Ελληνίδες μαθήτριες σημειώνουν ακόμη χαμηλότερη βαθμολογία, αφού οι επιδόσεις τους έχουν μειωθεί περισσότερο από 20 μονάδες, κατά μέσο όρο και στις τρεις κατηγορίες. Στις χώρες του ΟΟΣΑ εν τω μεταξύ, στο διαγωνισμό του 2018, καταγράφεται πτώση της απόδοσης κατά περίπου 10 μονάδες στην κατανόηση κειμένου και 15 μονάδες στα μαθηματικά. Και ποιες είναι οι χώρες που είδαν πτώση μεγαλύτερη των 25 μονάδων; Η Γερμανία, η Ισλανδία, η Ολλανδία, η Νορβηγία και η Πολωνία.

Η Γαλλία αποδεικνύεται ξεχωριστή περίπτωση, όπως προφανώς και το εκπαιδευτικό της σύστημα, καθώς βρίσκεται εντός του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, οι Γάλλοι μαθητές έλαβαν 474 βαθμούς στα μαθηματικά – λίγο πάνω από τον μέσο όρο, που είναι 472 μονάδες. 474 βαθμοί στην κατανόηση κειμένου ενώ ο μέσος όρος είναι 476 βαθμοί. Επιπλέον, έλαβαν 487 μονάδες στις φυσικές επιστήμες, όταν ο μέσος όρος είναι 485 μονάδες. Αν και η Γαλλία είναι η 7η οικονομική δύναμη στον κόσμο, έρχεται 26η στα μαθηματικά και 29η στην κατανόηση κειμένου. Τα αποτελέσματά της Γαλλίας θεωρούνται  συγκρίσιμα με αυτά της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ουγγαρίας, της Ιταλίας, της Νορβηγίας και της Λιθουανίας.

Ο διαγωνισμός εμφάνισε βεβαίως και τις χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις από αυτές των μαθητών της Ελλάδας. Ανάμεσα σε αυτές είναι οι: Ρουμανία, Μολδαβία, Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Γεωργία, Αλβανία και το Κόσοβο. Αντιθέτως στις κορυφαίες θέσεις της διεθνούς κατάταξης βρίσκονται οι ασιατικές χώρες, κάθε φορά που επαναλαμβάνεται ο διαγωνισμός. Η δε διαφορά μεταξύ των ασιατικών χωρών και των άλλων στην παγκόσμια κοινότητα μεγαλώνει διαρκώς.

Ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει από τον διαγωνισμό είναι -και πρέπει να υπογραμμιστεί – το ότι οι μειωμένες επιδόσεις των μαθητών για αρκετές χώρες οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στην επέλαση της πανδημίας. Το «άλλοθι» πάντως υποχωρεί περισσότερο αν προστεθεί στην ανάλυση το εξής στοιχείο: είναι πολλές και οι χώρες εκείνες, που τα εκπαιδευτικά τους συστήματα είχαν πάρει καθοδική πορεία και πριν την επέλαση του κορονοϊού.

Σε κάθε περίπτωση η πανδημία ανέτρεψε δεδομένα, πρόσθεσε, δεν αφαίρεσε, προβλήματα στα εκπαιδευτικά συστήματα ανά τον κόσμο, αλλά και ανέδειξε τις βέλτιστες και τις σύγχρονες λύσεις για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων και των «διαρκών» κρίσεων. Είναι αναμφίβολα πολλά που πρέπει να γίνουν από τους αρμόδιους. Στη χώρα μας χρειάζονται σαφώς μεγαλύτερες ταχύτητες και πάνω απ’ όλα η βούληση των πολιτικών ηγετών να προχωρήσουν στο δρόμο των αλλαγών χωρίς πισωγυρίσματα. Η κατεδάφιση για παράδειγμα του νόμου Διαμαντοπούλου από τις επόμενες κυβερνήσεις είναι μια λογική που οδηγεί πίσω και σίγουρα δεν βοηθά στην αναβάθμιση της Παιδείας. Η ψήφιση πολλών νέων νόμων – όπως έγινε μέχρι και πέρσι- που δεν εφαρμόζονται επί της ουσίας, δεν παράγουν θετικά αποτελέσματα και δεν προσεγγίζουν τους κεντρικούς στόχους είναι επίσης μια διαδρομή που δεν οδηγεί πουθενά. Η αναζήτηση αντιθέτως κλίματος συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων, της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, θα έπρεπε να είναι πρώτη προτεραιότητα για την εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, που οφείλει να ξεπερνά κάθε φορά τον εαυτό της.

Τα τελευταία χρόνια – όπως καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις- το θέμα της Παιδείας απασχολεί και ενίοτε απογοητεύει όσον αφορά το μοντέλο και την ταχύτητα βελτίωσης τους πολίτες. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες πληρώνουν ακριβά στο τέλος της ημέρας, χωρίς να έχουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα ήθελαν για τα παιδιά τους. Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι όλοι και περισσότεροι πολιτικοί αντιλαμβάνονται ότι η Δημόσια Παιδεία πρέπει να υποστηριχθεί με σαφές και σύγχρονο σχέδιο, με συγκεκριμένους πόρους και με τη βούληση να αρχίσει να ανεβαίνει με σταθερά βήματα στη σχετική κλίμακα. Έγινε και γίνεται μεγάλη συζήτηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, για το αν πρέπει να ιδρυθούν μη κρατικά πανεπιστήμια – μέσα στο Δεκέμβρη θα υπάρξει η σχετική πρωτοβουλία- αλλά το πρόβλημα σε όλες τις διαστάσεις του πρέπει να εντοπιστεί και να αντιμετωπιστεί από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Από το προσχολικό στάδιο, από εκεί όπου τα παιδιά κάνουν τα πρώτα συγκροτημένα βήματά τους στον κόσμο της γνώσης και της εκπαίδευσης.

Πως θα μετατοπιστεί το βάρος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από την απομνημόνευση στην κριτική σκέψη; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο, η απάντηση, που δίνεται κάθε φορά, πρέπει να συνοδεύεται από πράξεις και θετικά αποτελέσματα. Και η απάντηση αυτή, πρέπει να απελευθερώνει εξίσου από το δίχτυ των παθογενειών, το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων, ώστε οι μελλοντικοί φοιτητές να έχουν σημειώσει, ως μαθητές, καλύτερες επιδόσεις από τους προηγούμενους. Ως εκ τούτου, το «στοίχημα» του Κυριάκου Πιερρακάκη, που πήρε υψηλή βαθμολογία στα της ψηφιακής μετάβασης, είναι καθοριστικής σημασίας και αφορά όλους, μαθητές, καθηγητές, γονείς, ευάλωτα και μεσαία νοικοκυριά. Απαιτούνται σημαντικές αλλαγές στα διάφορα πεδία της εκπαίδευσης για να αποκτήσει περιεχόμενο η λέξη «μεταρρύθμιση». Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα του διεθνούς διαγωνισμού PISA του 2022, το προηγούμενο σχέδιο (επί Κεραμέως) για την αναβάθμιση των επιδόσεων των δεκαπεντάχρονων μαθητών στη χώρα μας, αν υπήρχε, «πάτωσε»…