Πρώτον, ότι ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει κυρίαρχος στο πολιτικό τοπίο, παρότι έπεσε «ο ουρανός στο κεφάλι του». Δεύτερον, ότι ο μοναδικός αντίπαλος της κυβέρνησης είναι τα προβλήματα με την πανδημία, την οικονομία και την Τουρκία του Ερντογάν. Αυτές οι δύο διαπιστώσεις συνδέονται μεταξύ τους γιατί η αδυναμία αντιμετώπισης των προβλημάτων φέρνει τη δημοσκοπική κάμψη της κυβέρνησης και την ενίσχυση της αντιπολίτευσης. Τελευταίο ισχυρό παράδειγμα είναι ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος μόλις 100 ημέρες μετά την εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου 2015, απέναντι στον Βαγγέλη Μεϊμάρακη, διολίσθησε στη δεύτερη θέση.

Τον Ιανουάριο του 2016 η Νέα Δημοκρατία με αρχηγό τον Μητσοτάκη, που μόλις είχε εκλεγεί απευθείας από τη βάση του κόμματος, πήρε το προβάδισμα, το οποίο και διατηρεί μέχρι τώρα. Συνεπώς, όσοι υποστηρίζουν ότι η σημερινή θηριώδης διαφορά των 15-20 μονάδων ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας είναι περίπου… φυσιολογική, βρίσκονται σε πλάνη. Δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. Ή η κυβέρνηση, παρά τη σημαντική μείωση στα ποσοστά αποδοχής από την κοινή γνώμη, τα πάει καλά, ή η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε βαριά κάμψη. Φυσικά, μπορεί να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση κάνει λάθη στη διαχείριση των προβλημάτων, διστάζει μπροστά στις μεγάλες αλλαγές και καθυστερεί στις μεταρρυθμίσεις. Δείχνει όμως να μαθαίνει γρήγορα, να καταλαβαίνει τα λάθη και τις παραλείψεις της και να διορθώνει όσα μπορεί. Μπροστά της έχει ακόμη μακρύ και δύσκολο δρόμο με την πανδημία.

Ο διεθνής πόλεμος με τις εταιρείες και οι καθυστερήσεις στην παραγωγή των εμβολίων δυσκολεύουν την επίτευξη των στόχων που αρχικά είχαν τεθεί. Το πρόγραμμα εμβολιασμού 2 εκατομμυρίων Ελλήνων μέχρι το τέλος Μαρτίου μοιάζει εκτός πραγματικότητας αυτή την ώρα. Από την άλλη πλευρά, αναγκάζεται να πάει ταχύτερα απ’ όσο πρέπει στο άνοιγμα της αγοράς από αύριο και της εστίασης από τις αρχές Φεβρουαρίου. Μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους που το κάνει, αλλά αν κάτι δεν πάει καλά και τα κρούσματα αρχίσουν να ανεβαίνουν, θα επιστρέψουμε στο αυστηρό lockdown, και αυτό θα είναι χειρότερο. Για να μη συμβεί αυτό, υπάρχει μεγάλη ανάγκη η τήρηση των μέτρων να είναι πολύ αυστηρή, χωρίς «εκπτώσεις», όπως έγινε το τρίμηνο Αύγουστος – Οκτώβριος του 2020.

Στόχος της προσπάθειας είναι να πάμε σε ένα κατά το δυνατόν… κανονικό καλοκαίρι, ώστε να δουλέψει ο τουρισμός και να αρχίσει η σταθεροποίηση της οικονομίας σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης με την παροχή δωρεάν βοήθειας και χαμηλότοκων δανείων. Η επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη είναι το μεγάλο στοίχημα που θα μας γλιτώσει από μια νέα περιπέτεια ανάλογη εκείνης του 2010.

Το άγχος που διακατέχει τον Μητσοτάκη είναι φανερό σε κάθε του κίνηση. Αντίθετα, ο Τσίπρας, αν κρίνουμε και από την προχθεσινή εμφάνισή του στη Βουλή, μοιάζει εξαιρετικά βέβαιος για τις πολιτικές επιλογές του. Συνεχίζει την ίδια αντιπολίτευση, μακριά από την κοινωνία, εξακολουθεί να ρίχνει τις ευθύνες στα… καθεστωτικά ΜΜΕ (χωρίς να προβληματίζεται γιατί τα ελεγχόμενα από τον ίδιο έχουν ελάχιστη απήχηση) και πιστεύει ότι το παιχνίδι θα γυρίσει από μόνο του. Είναι βέβαιο ότι ο Τσίπρας δεν αμφισβητείται και δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί από κανέναν στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει όμως ότι ο ίδιος θα έχει την ευθύνη για τις χαμηλές επιδόσεις και την αδυναμία ανάκαμψης. Του το είπε όσο πιο καθαρά μπορούσε ένας πολίτης κατά την πρόσφατη περιοδεία του στην Πάτρα: «Βάλε τα δυνατά σου να ξαναβγείς» και η φράση του έγινε τίτλος στα φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Το πρόβλημα για την αξιωματική αντιπολίτευση είναι στο εσωτερικό. Τάσεις και συνιστώσες, όπως τον… παλιό καλό καιρό, και μόνο οι 6 στους 10 ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν τον Τσίπρα καταλληλότερο πρωθυπουργό. Αν για τον Κυριάκο το πρόβλημα είναι η πανδημία, για τον Αλέξη παραμένει η υπεροψία.