Πολλά από αυτά είναι εξαιρετικά ενώ άλλα διαπνέονται από διάφορες ιδεολογικές και λοιπές αγκυλώσεις. Η σημασία της εφαρμογής του κάθε σεναρίου πάντως αλλάζει κάθε περίοδο.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ορίσουμε τον πολλαπλό ρόλο που μπορεί να διεκδικήσει η χώρα μας με συγκεκριμένη προσέγγιση ανά περιοχή, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί διαχρονικά, με γνώμονα πάντα την επιχειρηματική προσέγγιση και κατά συνέπεια το όφελος για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, και μάλιστα περιέχοντας τόσο τις μεγάλες όσο και τις μικρές επιχειρήσεις, αλλά και τις startups.

Καταρχήν, θα πρέπει να επανέλθουμε ως η ισχυρή χώρα των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με τις επιχειρήσει, ενώ, ως το μοναδικό από την περιοχή μέλος του “σκληρού πυρήνα της Ευρώπης”, αποτελεί -παρά τις δυσκολίες και τα μνημόνια- πρότυπο για τις υπόλοιπες χώρες. Όπως γνωρίζουμε, η επιρροή της Ελλάδας ήταν πολύ μεγάλη τις δεκαετίες ‘90 και ‘00, και ήταν αποτέλεσμα τόσο της διπλωματίας, όσο και της επιχειρηματικότητας. Δεν ήταν μόνο οι μεγάλες εταιρίες που επένδυαν στις βαλκανικές χώρες, και ειδικά Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία (Σκόπια για όσους προτιμούν) και Σερβία, όπου η Ελλάδα ήταν η πρώτη σε επενδύσεις εξωτερικού, αλλα και μικρότερες, στους τομείς της εστίασης, των κατασκευών και την βιοτεχνίας. Τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει ως εξής. Οι οικονομίες τους έχουν σταθεροποιηθεί σχετικά, και η αγοραστική τους δύναμη έχει αυξηθεί, το οποίο σημαίνει ότι οι ελληνικές εταιρείες εστίασης και λιανικής, έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν πιο εύκολα κατά τη δραστηριοποίησή τους εκεί. Επιπλέον, η χώρα μας έχει πολύ μεγάλη τεχνογνωσία στον Τουρισμό, γεγονός που μπορεί να αξιοποιηθεί επιχειρηματικά, μέσω κέντρων εκπαίδευσης και θερμοκοιτίδων startup επιχειρήσεων, καθιστώντας την χώρα μας κόμβο καινοτομίας για την ευρύτερη περιοχή.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κλείσουμε οριστικά τις διαφορές μας με Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία (Σκόπια για όσους προτιμούν) και να αναθερμάνουμε τους δεσμούς μας με Βουλγαρία, Σερβία και Ρουμανία, μέσω της οικονομικής αλλά και πολιτιστικής διπλωματίας, καθώς και να ενισχύσουμε τις μάλλον ανύπαρκτες σχέσεις μας με Μαυροβούνιο, Κροατία, Σλοβενία και Κοσσυφοπέδιο, αλλά και Ουκρανία και Μολδαβία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι περισσότερες χώρες είναι μέλη ή υπό-ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπότε είναι ούτως ή άλλως πολιτικοί και οικονομικοί εταίροι.

Πιο συγκεκριμένα για την πολιτιστικής διπλωματίας, ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Κορέας, όπου οι παραγωγές της σε μουσική, κινηματογράφο κλπ έχει κατακτήσει την Ασία, ή ακόμα και της Τουρκίας, της οποίας το φαγητό και οι τηλεοπτικές παραγωγές ταξιδεύουν σε όλον τον κόσμο. Η κορεάτικη μουσική K-Pop είναι πολύ δημοφιλής σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία, όπως και οι ταινίες της, η K-Drama, , συντηρώντας μια ολόκληρη ανθούσα βιομηχανία που απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Για την Ελλάδα αυτό είναι ακόμα πιο εύκολο να το κάνει, αφού η ελληνική μουσική ήδη ακούγεται από το Δυρράχιο ως την Οδησσό, σε σπίτια και φοιτητικές εστίες, καφετέριες και clubs. Η K-Pop και η K-Drama, προωθούνται από το ίδιο το κράτος εκτός χώρας, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό είναι για την οικονομία και την διπλωματία να εξάγει προϊοόντα πολιτισμού. Παρομοίως έχει πράξει για αρκετά χρόνια και η Τουρκία, με τις τούρκικες σειρές, οι οποίες πιο πολύ θυμίζουν την ελληνική κοινωνία παρά την τουρκική. Αντιστοιχα παραδείγματα έχουμε για τις τηλεοπτικές παραγωγές στη Βραζιλία και το Μεξικό, και για την μουσική, και από την Ισπανία και τη Ρουμανία (συγκεκριμένα την Dance μουσική). Ακόμα πιο πετυχημένα παραδείγματα έχουν αποτελέσει στο παρελθόν η Ιταλία και η Γαλλία, στις οποίες για δεκετίες η συνεισφορά στο ΑΕΠ σχετικά με μουσικές και κινηματογραφικές παραγωγές ήταν πολύ σημαντικό. Το ελληνικό κράτος πρέπει να υποστηρίξει το γύρισμα ελληνικών και ξένων παραγωγών στη χώρα μας. Η ελληνική κουζίνα επίσης, η μάλλον πιο ισορροπημένη κουζίνα του κόσμου, οπότε και η πιο ωφέλιμη για τον ανθρώπινο οργανισμό, χαίρει παγκόσμιας εκτίμησης, αλλά η εκτίμηση αυτή δεν συναύει καθόλου με το ύψος των εξαγωγών ελληνικών τροφίμων, ούτε και με τον αριθμό των ελληνικών εστιατορίων ανά τον κόσμο, κάτι που είναι ευθύνη της ελληνικής πολιτείας να ενισχύσει την προβολή της.

Δύο ακόμα μορφές εξαγωγής πολιτισμού είναι το design και η ομορφιά, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τεράστιες βιομηχανίες μόδας, διακόσμησης, επίπλων, κοσμημάτων, υποδημάτων, καλλυντικών, ευεξίας αξίας αρκετών τρισεκατομμυρίων. Υπάρχει ήδη αγορά, με διάσημους σχεδιαστές να έχουν εντάξει κατά καιρούς αρχαιοελληνικά μοτίβα στις εκθέσεις μόδας, ενώ πολλά σπίτια διασήμων έχουν διακοσμητικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία που θυμίζουν ελληνικά νησιά. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Σουηδίας που χάρη σε μία εταιρία, ολόκληρη η Σκανδιναβία έχει δημιουργήσει ένα brand που ξεκινάει από καρέκλες και καταλήγει σε κεφτεδάκια, με το nordic να επεκτείνεται σε ακόμα περισσότερους τομείς. Η καθιέρωση ενός καλόγουστου ελληνικού brand, που θα ξεφεύγει από τα τσολιαδάκια, είναι και τα “this is sparta” (χωρίς να τα αποκλείει αφού υπάρχει αγορά και εκεί), θα πρέπει να γίνει προτεραιότητα της Ελλάδας, καθώς υπάρχουν ήδη ορισμένα πολύ πετυχημένα παραδείγματα επιχειρήσεων που πουλάνε σανδάλια, κοσμήματα και καλλυντικά, άρα και με την προώθηση της ελληνικότητας ως εικόνα στυλ και καλής ζωής, θα αναπτυχθούν εκατοντάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις.

Κατα δεύτερο, η Ελλάδα πρέπει να υποστηρίξει τη Γαλλία στην προσπάθειά της να δημιουργήσει εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης μια ισχυρή πολιτική συμμαχία των νοτιοευρωπαϊκών κρατών, από την οποία, όπως φαίνεται, έχουμε μόνο να κερδίσουμε. Η Ελλάδα, ως κράτος, ακόμα και πριν από την ίδρυσή του, ήταν “δεμένη στο άρμα” της Αγγλίας, κάτι το οποίο μάλλον την βοήθησε αρκετές στιγμές στην Ιστορία (ελληνική ανεξαρτησία, προσάρτηση Επτανήσων, πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, πρώτη φάση μικρασιατικής εκστρατείας, δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος), όποτε τα συμφέροντα συχνά συνέκλιναν, τουλάχιστον ως τον δεύτερο παγκόσμιο οπότε και η ζώνη επιρροής παραχωρήθηκε στις ΗΠΑ. Τώρα, εφόσον τα συμφέροντά μας τείνουν να ταυτίζονται με αυτά της Γαλλίας, με την οποία έχουμε παραδοσιακά καλές σχέσεις ούτως ή άλλως. Οπότε και γιατί να μην κάνουμε ακόμα πιο στενή τη συνεργασία μας, συμπεριλαμβανομένης της επάνοδό της ως Μεγάλη Δύναμη στις αραβικές και τις αφρικανικές χώρες.

Ούτως ή άλλως είμαστε σύμμαχοι και στο ΝΑΤΟ και η Ελλάδα είναι από το 2004, επίσημο μέλος του Διεθνή Οργανισμό Γαλλοφωνίας, μια προσπάθεια της Γαλλίας να καθιερωθεί ως αντίποδας της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι η Αγγλία πλέον προσανατολίζεται στη νέα πολιτικο-οικονομική συμμαχία των αγγλόφωνων χωρών, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Καναδάς και Αγγλία, με την ονομασία CANZUK. Μέσω μιας άριστης συνεργασίας με τη Γαλλία, οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να επεκταθούν σε αγορές που δεν είχαν ποτέ τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν, όπως είναι η υποσαχάρια Αφρική, ενώ μπορούμε να μεσολαβήσουμε στις χώρες όπου η Γαλλία έχει ακόμα την εικόνα του αποικιοκράτη. Σε αυτές τις χώρες οι ελληνικές επιχειρήσεις, σε συνδυασμό ίσως του πανίσχυρου εμπορικού στόλου, θα μπορούσε να επεκταθούν στις εισαγωγές-εξαγωγές και στις κατασκευές, ένας τομέας όπου απασχολούνται ήδη πολλοί Έλληνες στις αραβικές χώρες.

Με βάση τα δύο παραπάνω, η Ελλάδα μάλλον οφείλει να δημιουργήσει δύο άτυπες ενώσεις, δηλαδή διπλωματικές, εμπορικές κι ισως και στρατιωτικές συμμαχίες, με χώρες των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας από την μία (που οπωσδήποτε θα συμπεριλαμβάνει και τα “ξαδελφικά” έθνη της Αρμενίας και της Γεωργίας, καθώς και μάλλον την Ουκρανία αντί της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας), και της Ανατολικής Μεσογείου (κυρίως Ισραήλ και Αίγυπτο, αλλά και Λίβανο, Λιβύη και Συρία, όταν επιτέλους ομαλοποιηθούν οι καταστάσεις σε αυτές τις χώρες), απομονώνοντας πλήρως την Τουρκία με σύμμαχο μόνο το “αδελφό” της έθνος, το Αζερμπαϊτζάν. Ας μην κοροϊδευόμαστε, με την Τουρκία μας διαχωρίζουν πάρα πολλά.

Δεν είναι μόνο το Αιγαίο και η Κύπρος.Τα συμφέροντα των δύο χωρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετα σε όλο το γεωγραφικό φάσμα που καλύπτει από την Λιβύη ως τον Περσικό Κόλπο και από τον Καύκασο ως τον Ινδικό Ωκεανό. Μπορούμε και πρέπει να αυξήσουμε τη συνεργασία με την Τουρκία στο εμπόριο, την ενέργεια και τον τουρισμό, αλλά μην θεωρούμε ότι θα μπορέσουμε ποτέ να συμβαδίσουμε χέρι-με-χέρι. Όπως και να έχει, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να συνεργαστούν με τούρκικες (φυσικά επί ίσοις όροις) αφού είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η οικονομική συνεργασία είναι η καλύτερη αποτροπή πολέμου. Πάντως, οι πολλές από τις αναφερόμενες χώρες επανέρχονται από μακρόχρονους εμφυλίους πολέμους με τεράστιες δυνατότητες γρήγορης ανάπτυξης, οπότε και πολλές ευκαιρίες για τις ελληνικές εταιρίες, από κατασκευαστικές επιχειρήσεις ως και κοινωνικές συνεταιριστικές (Κοιν.Σ.Επ.) με εμπειρία στη διαχείριση ανθρωπιστικών κρίσεων.

Μία ακόμα στρατηγική επιλογή που έχει ήδη γίνει είναι η συμμαχία με τις ΗΠΑ. Όσο η Τουρκία προσπαθεί να αναδειχθεί ως ανεξάρτητη περιφερειακή δύναμη, η Ελλάδα μπορεί να το εκμεταλλευτεί ως πιστός σύμμαχος, στον οποίο η ισχυρότερη του κόσμου μπορεί να στηριχθεί. Αυτό σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να σταματήσουμε επιτέλους το φλερτάρισμα με τη Ρωσία, η οποία μας έχει πουλήσει πάμπολλες φορές εδώ και αιώνες, από τα Ορλωφικά ως τα δάνεια που περίμενε ο Τσίπρας. Ας το πάρουμε απόφαση επιτέλους ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε παιδικές προφητείες περί “ξανθού γένους που θα μας χαρίσει την Πόλη”. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν, είχαν και θα έχουν, τεράστια τεχνογνωσία σε κάθε τομέα της οικονομίας. Από τη διαστημική τεχνολογία ως την διαδικτυακή ενημέρωση. Η σύγχρονη μορφή της έρευνας και τεχνολογίας, βασίζεται σε τρεις παράγοντες: στην ανθρώπινη ευρηματικότητα, στην παροχή υλικο-οικονομικών πόρων, και στην εφαρμοστικότητα στην αγορά. Από την στιγμή που έχουμε υψηλής αξίας ανθρώπινο δυναμικό, μέσω συνεργασιών με αμερικάνικες εταιρείες και οργανισμούς, ελληνικές εταιρείες διαφόρων δραστηριοτήτων και μεγεθών, θα μπορούσαν να ενισχυθούν και να εφαρμόσουν τις ιδέες τους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρχουν στην Ελλάδα, οι αντιστοιχες δομές και προγράμματα επιχειρηματικής επιτάχυνσης (accelerators). Σημαντικό επίσης είναι, μέσω στρατιωτικής και τεχνολογικής συνεργασίας με ΗΠΑ και Ισραήλ, να επιτευχθεί η συμπερίληψη των ελληνικών επιχειρήσεων τεχνολογίας, βιομηχανίες και startups, οι οποίες θα εξασφαλίσουν τεχνογνωσία ώστε να αναπτυχθεί η αμυντική και η τηλεπικοινωνιακή τεχνογνωσία, με παράλληλη βελτίωση της τεχνολογικής υποδομής της Ελλάδας καθώς και των δυνατοτήτων του στρατού της.

Εδώ βέβαια τίθεται το ζήτημα τι κάνουμε με την Κίνα, η οποία διεκδικεί – συχνά ιδιαίτερα επιθετικά- την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα και πρέπει να αποτελέσει την πύλη εισόδου της Κίνας στην Ευρώπη, είτε αυτό ορίζεται ως διπλωματικός διαμεσολαβητής μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κίνας, είτε ως κόμβος εισαγωγών από την Ασία στην Ευρώπη. Δηλαδή η Ελλάδα πρέπει να καθιερωθεί ως αξιόπιστος εμπορικός, οικονομικός και μεταπρατικός εταίρος της Κίνας, αλλά χωρίς να εμπλακεί στις διπλωματικές και πολιτικο-στρατιωτικό “μπρα-ντε-φερ” Κινας-Δύσης. Επιπλέον, σε αυτό το σενάριο, οι ελληνικές επιχειρήσεις, startups και μη, θα αποκτήσουν τεχνογνωσία που θα ενθαρρύνει μια ανάπτυξη που δεν θα βασίζεται μόνο στον τουρισμό, αλλά και σε logistics, commerce κλπ.

Επίσης δεν πρέπει να αγνοούμε και τις χώρες που έχουν τεράστιο και αυξανόμενο πληθυσμό που με την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, πολλαπλασιάζεται η αγοραστική δύναμη, με βασικότερη την Ινδία, αλλά και Βραζιλία, Νιγηρία, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Μεξικό, Ιαπωνία, Βιετνάμ, Αίγυπτο και Αιθιοπία, με τις περισσότερες εκ των οποίων έχουμε σχεδόν ανύπαρκτες διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις. Οι περισσότερες εξ αυτών είναι ανταγωνιστικές της Κίνας, με ανερχόμενη οικονομία και βιομηχανία, ενώ παράγουν διαφορετικά προϊόντα από εμάς, γεγονός που τις κάνει εν δυνάμει σημαντικούς εμπορικούς εταίρους. Σε όλα αυτά, τα Επιμελητήρια και οι κλαδικοί Σύνδεσμοι έχουν να παίξουν μεγάλο ρόλο. Οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν θα πρέπει να αγνοούν αυτες τις τεράστιες αγορές, όμως χρειάζονται υποστήριξη και σοβαρή δουλειά από τους επίσημους φορείς.

Είναι σημαντικό η Ελλάδα να καθιερωθεί και ως χώρα με σημαντική διπλωματική ισχύ, ως χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την δεκαετία του ‘80, με καλές σχέσεις με τις περισσότερες αραβικές χώρες αλλά και το Ισραήλ, εντυπωσιακά -για τη διαφορά μεγέθους- ισότιμες σχέσεις με την Κίνα, και ηγέτιδα-χώρα της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Η χώρα μας θα πρέπει να εμφανίζεται ως παράγοντας σταθερότητας και διαμεσολάβησης. Για να γίνει αυτό οφείλει να ενισχύσει την οικονομική και την πολιτιστική διπλωματία, μέσω της σύμπραξης εμπορικών σχέσεων με όσον το δυνατό περισσότερες χώρες, αλλά και μέσω της “μαλακής ισχύος” αντιστοίχως, Σημαντικό ακόμα είναι να υπαρξουν και επενδύσεις και δραστηριοποιήσεις ελληνικών επιχειρήσεων σε αυτές, και αλλοδαπών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.

Ωστόσο θα χρειαστεί και να ενισχύσει τις στρατιωτικές της συνεργασίες με στρατηγικούς εταίρους, όπως είναι το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Βουλγαρία, ακόμα και η μακρινή Αιθιοπία με το Τζιμπουτί, όπου ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να διατηρούμε στρατιωτική βάση. Όσο προκλητικά ιμπεριαλιστική και αν ακούγεται αυτή η πρόταση, υπάρχουν αρκετοί -διπλωματικοί, οικονομικοί, ως και συναισθηματικοί- λόγοι που συνηγορούν υπέρ αυτής. Τα συμφέροντά μας στην περιοχή είναι τεράστια, ως ο μεγαλύτερος μη-στρατιωτικός στόλος στην περιοχή είναι ο ελληνικός, οι Αιθίοπες είναι εδώ και αιώνες φιλικός λαός των Ελλήνων, και στο Τζιμπουτί υπάρχουν ήδη βάσεις της Κίνας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας, και έχουν συμφωνήσει η Ινδία και η Ρωσία, ενώ η Σομαλία που περικυκλώνει την Αιθιοπία, έχει καταστεί σε προτεκτοράτο της Τουρκίας.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει τη δυνατότητα να ασκήσει σημαντικό ρόλο και μεγάλη γεωπολιτική, οικονομική και πολιτιστική επιρροή. Αυτό φυσικά επιβάλλει μεγάλες προσπάθειες από την χώρα μας, όχι μόνο από τους διπλωμάτες αλλά και από τους ανθρώπους του πολιτισμού, του εμπορίου, της τεχνολογίας και της επιχειρηματικότητας. Περηφανευόμαστε για το έμψυχο δυναμικό της χώρας μας, οπότε “στην πράξη κολλάει το σίδερο” καθώς και “ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα” και άλλες παροιμίες που θα πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να λέμε αλλά να τις εφαρμόζουμε.