Μπορεί ουδείς σήμερα να γνωρίζει πώς θα διαμορφωθούν οι νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που αλλάζουν με ταχύ ρυθμό, αλλά ορισμένες τάσεις είναι εμφανείς και πλέον τις ομολογούν και οι ιθύνοντες σε διάφορες περιστάσεις.

Την περασμένη εβδομάδα στην Ουάσινγκτον η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ μίλησε σε εκδήλωση του έγκυρου Council on Foreign Relations για τον «ρόλο των κεντρικών τραπεζών σε έναν κατακερματισμένο κόσμο», δίνοντας ένα πολύ ενδιαφέρον περίγραμμα για το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τις προοπτικές του.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ στην ουσία αναγνώρισε ότι ο τρίτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος έχει ήδη κηρυχθεί και θα προκαλέσει μια μακρά περίοδο υψηλού πληθωρισμού, χαμηλής ανάπτυξης και μείωσης του διεθνούς εμπορίου, ενώ είναι πιθανόν να αμφισβητηθεί ο ρόλος του δολαρίου και του ευρώ, ίσως όχι άμεσα, αλλά κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον.

Οι διαπιστώσεις της έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, διότι έγιναν στο περιθώριο της Εαρινής Συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε ομιλία εκτός του επίσημου πλαισίου των καθηκόντων της. Επομένως, η κυρία Λαγκάρντ προσέγγισε τα θέματα πιο πολιτικά και με μεγαλύτερη ελευθερία, ενώ τα λεγόμενά της αντανακλούν και το απαύγασμα των εκτιμήσεων και των σκέψεων που διακινούνται στα ενδότερα της ΕΚΤ, απ’ όπου λίγες πληροφορίες βγαίνουν προς τα έξω και σε κάθε περίπτωση είναι ελεγχόμενες.

Η κυρία Λαγκάρντ δεν χρησιμοποίησε βέβαια πολεμικούς όρους, αλλά πολιτικά ορθές -ισοδύναμες πάντως- εκφράσεις κάνοντας λόγο για «κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας σε ανταγωνιστικά μπλοκ, με κάθε μπλοκ να προσπαθεί να τραβήξει όσο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου πιο κοντά» και για μια περίοδο «διαρκούς αστάθειας, με αποτέλεσμα χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερο κόστος και πιο αβέβαιες εμπορικές εταιρικές σχέσεις».

Είπε ακόμα ότι «εάν οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας κατακερματιστούν κατά μήκος των νέων γεωπολιτικών γραμμών, η αύξηση στο παγκόσμιο επίπεδο των τιμών καταναλωτή θα μπορούσε να κυμαίνεται μεταξύ περίπου 5% βραχυπρόθεσμα και περίπου 1% μακροπρόθεσμα». Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ προβλέπει ότι, ακόμα και η ενεργειακή κρίση να τελειώσει, ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλά και αυτός μπορεί να είναι ένας λόγος για τον οποίο θα επιμείνει σε αυξήσεις επιτοκίων.

Η κυρία Λαγκάρντ αναφέρθηκε και στον νομισματικό πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη από τις χώρες BRICS λέγοντας ότι κάποιες «χώρες σκοπεύουν να αυξήσουν τη χρήση εναλλακτικών λύσεων όπως το κινεζικό γιουάν ή η ινδική ρουπία αντί των μεγάλων παραδοσιακών νομισμάτων για την τιμολόγηση του διεθνούς εμπορίου. Βλέπουμε επίσης αυξημένη συσσώρευση χρυσού ως εναλλακτικού αποθεματικού, που πιθανώς οδηγείται από χώρες με στενότερους γεωπολιτικούς δεσμούς με την Κίνα και τη Ρωσία».

Το ενδιαφέρον είναι ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ αναγνώρισε και τον ρόλο που είχαν οι κυρώσεις στην πιθανή αποδυνάμωση του δολαρίου, λέγοντας ότι «ορισμένες χώρες επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα δυτικά συστήματα πληρωμών και τα νομισματικά πλαίσια – είτε για λόγους πολιτικής προτίμησης, οικονομικών εξαρτήσεων είτε λόγω της χρήσης οικονομικών κυρώσεων την περασμένη δεκαετία». Τόνισε μάλιστα ότι «αυτές οι εξελίξεις δεν υποδηλώνουν επικείμενη απώλεια κυριαρχίας του δολαρίου ΗΠΑ ή του ευρώ προς το παρόν […] αλλά δείχνουν ότι το καθεστώς στο διεθνές νομισματικό σύστημα δεν πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένο».

Το διά ταύτα της κυρίας Λαγκάρντ ήταν ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναπτύξει «κοινή δράση σε τομείς όπως η βιομηχανική πολιτική, η άμυνα και οι επενδύσεις σε πράσινες και ψηφιακές τεχνολογίες», αλλά και να ολοκληρώσει την ένωση ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών, διότι από εκεί θα κριθεί «εάν το ευρώ θα παραμείνει μεταξύ των κορυφαίων παγκόσμιων νομισμάτων ή εάν άλλα νομίσματα θα πάρουν τη θέση του».

Και τόνισε ακόμη ότι «οι κεντρικές τράπεζες έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν ακόμα και ως πρωταγωνίστριες».

Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ βλέπει ότι το ευρώ απειλείται, όπως και γενικότερα η ευρωπαϊκή οικονομία και ότι χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς, για να ανακτήσει η Ευρώπη ενεργειακή και παραγωγική αυτονομία.

Οι επενδύσεις αυτές, σύμφωνα με την πρόεδρο της ΕΚΤ, δεν μπορούν να αφεθούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά χρειάζεται ένα στρατηγικό σχέδιο από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την Κεντρική Τράπεζα, η οποία μάλιστα θα είναι πρωταγωνίστρια.