Από τον περασμένο Ιούνιο οι «υπαινιγμοί» του Αλέξη Τσίπρα, όσον αφορά στην εκ νέου διεκδίκηση «πρωταγωνιστικού»  ρόλου στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό με την πιθανή ίδρυση νέου κόμματος, άρχισαν να γίνονται πιο καθαροί.

Σε εκδήλωση του Ινστιτούτου και ενώ στην αίθουσα βρισκόντουσαν  πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέα Αριστεράς, πρώην υπουργοί του, ανεξάρτητοι βουλευτές (αλλά κανένας από το ΠΑΣΟΚ) μίλησε για την ανάγκη να υπάρξει «ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό κύμα, που θα συνενώσει αποτελεσματικά τα πολύχρωμα κινήματα αντίστασης και με πυξίδα τις ανάγκες της πατρίδας θα δώσει κίνητρο, έμπνευση, εναλλακτική στους κουρασμένους πολίτες». Αξιοποίησε ωστόσο και όχι τυχαία προφανώς, μια λέξη που το ΠΑΣΟΚ επικαλείται διαχρονικά, τον «πατριωτισμό» για να απευθυνθεί ανοιχτά σε ψηφοφόρους της Χαριλάου Τρικούπη. Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι χρειάζεται ένας νέος πατριωτισμός με χαρακτηριστικά που θα δίνουν απάντηση στις προκλήσεις και τους κινδύνους της εποχής μας. Και συμπλήρωσε τη φράση του με λέξεις που προσεγγίζουν συνήθως το αριστερό και «θυμωμένο» κοινό: «Ένας νέος πατριωτισμός απέναντι στην ολιγαρχία και τη κλεπτοκρατία. Από τη μια η πατρίδα μας από την άλλη τα πλούτη τους. Αυτή είναι η σύγχρονη διαχωριστική γραμμή. Απέναντι σε πολιτικές και πρακτικές που οξύνουν τις ανισότητες και το άδικο». Με αυτές τις αναφορές εκτός από το να «προαναγγείλει» κόμμα, περιέγραψε επίσης και το εκλογικό κοινό στο οποίο θα επιχειρήσει να απευθυνθεί  ακόμη πιο οργανωμένα όταν ανακοινώσει τις αποφάσεις που πάντως δείχνει ότι έχει εδώ και καιρό λάβει.

Συνομιλητές του κυρίου Τσίπρα μπορεί να επαναλάμβαναν τον περασμένο Ιούνιο ότι η ομιλία του δεν ήταν … ακριβώς προαναγγελία νέου κόμματος κι ότι …απλώς ήθελε να καταθέσει τις απόψεις του για την «επόμενη μέρα» των προοδευτικών δυνάμεων, αλλά από τότε ουκ ολίγοι, εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, τόνιζαν ότι ο πρώην πρωθυπουργός δοκίμαζε την «επιστροφή» του με νέο «όχημα». Μάλιστα όσοι ομνύουν και τώρα στην επιστροφή του και βλέπουν το ποτήρι του εγχειρήματος μισογεμάτο  παρέπεμπαν στα γκάλοπ και στη βάση εκκίνησης. Στο ερώτημα για παράδειγμα της δημοσκόπησης της Opinion Poll στις αρχές του καλοκαιριού για το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του Αλέξη Τσίπρα με νέο πολιτικό φορέα: Το 21.9% τασσόταν υπέρ της άποψης αυτής, το 10.9% υπέρ της άποψης να ενεργοποιηθεί μετά τις εκλογές και το 62.1% απαντούσε ότι δεν χρειάζεται να ενεργοποιηθεί. Ανάμεσα στους κεντροαριστερούς το 44.8% έλεγε «πρωτοβουλία τώρα», το 35.5% μετά από τις βουλευτικές εκλογές και το 12% να μην ενεργοποιηθεί. Ανάμεσα στους κεντρώους τα ποσοστά αντίστοιχα ήταν 42.2%- 30.2% – 22.2%. Υπέρ της ενεργοποίησης του Αλέξη Τσίπρα πριν τις εκλογές τασσόταν επίσης το 70.7% των προτιθέμενων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, το 21.3% του ΠΑΣΟΚ, το 39% της Πλεύσης Ελευθερίας κ.λ.π.

Το ίδιο ερώτημα έχει εκ των πραγμάτων «βασανίσει» όλο το τελευταίο διάστημα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της Νέας Αριστεράς, που ακόμη κι αν …αθροίσουν τα  δημοσκοπικά ποσοστά του Ιουνίου των δύο κομμάτων δύσκολα θα εξασφαλίσουν την προοπτική παραμονής τους στα βουλευτικά έδρανα την επομένη των εκλογών. Γιατί; Διότι με βάση τις δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας γύρω από την ομιλία Τσίπρα τον Ιούνιο, η Πλεύση Ελευθερίας είχε απορροφήσει σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων τους (του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς)  και παρέμενε πολύ κοντά στα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ παρά τη δημοσκοπική εκτίναξη τον περασμένο Νοέμβριο (άγγιξε το 20%) δεν κατάφερε ως γνωστόν να διατηρήσει τη δυναμική άλματος, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός σημείωνε την ίδια στιγμή μονοψήφια ποσοστά (σε κάποιες έρευνες ακολουθούσε την κυρία Κωνσταντοπούλου που βρισκόταν στη δεύτερη θέση, αλλά σε μεγάλη απόσταση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη). Και η αλήθεια είναι ότι ισχυρός εναλλακτικός πόλος διακυβέρνησης απέναντι στη Νέα Δημοκρατία που να μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις τη συνθήκη ενός ντέρμπι στις προσεχείς εκλογές δεν έχει κάνει ακόμη την εμφάνισή του. Είναι και ο βασικός λόγος που τροφοδοτεί τις έντονες διεργασίες στο χώρο της κεντροαριστεράς.

Από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα ο κ. Τσίπρας επιχειρεί να χτίσει τη συνθήκη της επιστροφής του, επικαλούμενος την ανάγκη ανάδειξης της δικής του «αλήθειας» για την περίοδο 2015-2019. Αρνείται βέβαια κάθε λέξη μιας γενναίας αυτοκριτικής  (για το δημοψήφισμα, το τρίτο μνημόνιο κα) και αντιθέτως (όπως και με τη συνέντευξή του στη Le Monde) προσπαθεί να πείσει ευρύτερα κοινά ότι το μοντέλο διακυβέρνησής του στήριξε την ελληνική οικονομία και τους πολλούς. Θέλει – δεν υπάρχει αμφιβολία- να μπει στην σκληρή αντιπαράθεση με τη Νέα Δημοκρατία και να προκαλέσει ένα μπρα ντε φερ με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μα και η ΝΔ και ο πρωθυπουργός, επιδιώκουν μια αντιπαράθεση που θα συσπειρώσει δυνάμεις που έχασαν και δεν φαίνεται να ανακτούν μετά από τις ευρωεκλογές.

Μια ακόμη «αφορμή» σφοδρών αντιπαραθέσεων και δη στο οικονομικό πεδίο θα είναι η φετινή ΔΕΘ. Ο κ. Τσίπρας «ανεβαίνει» Θεσσαλονίκη μία ημέρα πριν από την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη από το βήμα της ΔΕΘ και όπως μπορεί εύκολα να εικάσει κανείς ποντάρει στους «προβολείς» που θα ανάψουν για το όποιο πινγκ- πονγκ. Μέχρι την παρουσίαση του βιβλίου του και την τελική ζαριά από τον ίδιο.

Το εγχείρημα είναι ενδεχομένως υψηλού ρίσκου.  Ούτε ο ίδιος ούτε οι υπουργοί του κ. Τσίπρα μπορούν να εμφανιστούν ως το «νέο» για την επόμενη μέρα. Πως φτιάχνεις μια νέα οικοδομή με φθαρμένα υλικά, χωρίς να ανανεώσεις πλήρως την εικόνα της ηγετικής ομάδας που θα παρουσιάσεις; Με κάποια απλώς φτιασιδώματα της ρητορικής μπας και συγκινηθούν περισσότεροι από όσους σήμερα «ψηφίζουν» ΣΥΡΙΖΑ; Το πρόγραμμα διακυβέρνησης που αυτή τη φορά θα περάσει από την πλέον σκληρή κρησάρα πως θα πείσει για την αποτελεσματικότητά του  τη μεσαία τάξη, που ακούει και σήμερα υπουργούς του κ. Τσίπρα να αντιπαρατίθενται για το αποτύπωμα της διακυβέρνησή του σε αυτό το κρίσιμο πεδίο; Και με κορώνες  περί πάταξης της «κλεπτοκρατίας» θα αναχαιτίσεις την ακρίβεια;

Στις διπλές εκλογές του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα βρέθηκε 20 μονάδες πίσω από τη Νέα Δημοκρατία, κατέρρευσε εκλογικά- υπέστη στην πραγματικότητα μια μεγάλη στρατηγική ήττα, που όπως αποδεικνύεται ακριβώς δύο χρόνια μετά, αδυνατεί να ξεπεράσει. Καταγράφει χαμηλά μονοψήφια ποσοστά στα γκάλοπ και προσπαθεί να κλείσει  τις πληγές των εσωκομματικών εμφυλίων και των διασπάσεων που προηγήθηκαν. Και μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές ουδείς μπορεί να προβλέψει το εύρος των αντοχών του στις αντίξοες συνθήκες. Γι’ αυτό και ο κ. Τσίπρας «σπάνια» πλέον αναφέρεται στο όνομα «ΣΥΡΙΖΑ», αντιθέτως κάνει συχνότερα λόγο για την προοδευτική και τη συντηρητική παράταξη.

Όταν και εφόσον ανακοινώσει τον σχεδιασμό του για την ίδρυση νέου κόμματος (οι δημοσκοπήσεις του φετινού Οκτωβρίου θα παίξουν καθοριστικό ρόλο για τα επόμενα βήματα) θα έχει αρχίσει το πιθανότερο η αντίστροφη μέτρηση προς τις εκλογές. Στόχος του δεν είναι απλά η επιστροφή του στην ενεργό πολιτική που όπως δηλώνει «μου λείπει». Είναι να πετύχει τους καλύτερους όρους- δηλαδή το κόμμα του να καταλάβει τη δεύτερη θέση. Αν το κόμμα Τσίπρα βρεθεί δεύτερο στις πρώτες κάλπες (γιατί όλα δείχνουν ότι θα υπάρξουν και δεύτερες εκλογές) τότε το ΠΑΣΟΚ θα έχει χάσει κάθε δυνατότητα για την ανάπτυξη στρατηγικής απορρόφησης δυνάμεων δια της κυριαρχίας στο χώρο της κεντροαριστεράς. Αν όμως το εγχείρημα-κόμμα Τσίπρα βρεθεί τρίτο, τότε ο κ. Τσίπρας θα αναγκαστεί επί της ουσίας να «παραμερίσει» και να ξαναζυγίσει τα σχέδιά του. Το ποιο κόμμα θα «επιβιώσει» από τα δύο θα κριθεί στις πρώτες κάλπες. Αλλά μέχρι τότε, μεσολαβεί πυκνός πολιτικός χρόνος.