Οι επισημάνσεις που έκανε στο πρόσφατο συνέδριο του economist ο νομπελίστας οικονομολόγος καθηγητής Γιόσεφ Στίγκλιτς είναι αξιοσημείωτες και πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από την κυβέρνηση. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζουμε αυτήν που λέει πως «η Ελλάδα δεν έχει ακόμα πετύχει την απαιτούμενη δομική αναδιάρθρωση καθώς η ανάπτυξη είναι δυσανάλογα μεγάλη λόγω του τουρισμού.» Αλλά ο τουρισμός ως γνωστόν, είναι πολύ ευάλωτος ως τομέας τόσο λόγω της γεωγραφικής μας θέσης που είναι πολύ κοντά στη διακεκαυμένη ζώνη της Μέσης Ανατολής αλλά και λόγω της κλιματικής κρίσης που επηρεάζουν τον τουρισμό από τη μια χρονιά στην άλλη.

Από την παρούσα στήλη πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στην ανάγκη ενίσχυσης των παραγωγικών επενδύσεων που μπορούν να αλλάξουν το μείγμα του ΑΕΠ με μονιμότερο τρόπο και θα μειώνει τις συνέπειες από έκτακτα διεθνή γεγονότα. Καλοδεχούμενες πάντα οι επιδόσεις της τουριστικής μας βιομηχανίας και μακάρι να σπάνε τα ρεκόρ από χρονιά σε χρονιά αλλά αλίμονο αν η απαιτούμενη διαρκής ανάπτυξη, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον τουρισμό.

Η οικονομία μας είναι υποχρεωμένη να παράγει διαρκώς πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, έτσι ώστε να μειώνεται το υψηλό μας χρέος. Ναι μεν για τα επόμενα χρόνια είναι εξασφαλισμένη η βιωσιμότητα του χρέους αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε. Αντίθετα πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να συνυπολογίζουμε τη δυνητική περίπτωση μιας περιόδου ισχνών αγελάδων, ενός παγκόσμιου καθοδικού οικονομικού κύκλου.

Ναι μεν τώρα μπορεί η κυβέρνηση να επαίρεται και δικαίως, για τους ρυθμούς ανάπτυξης που έχει πετύχει στα τελευταία χρόνια και να εισπράττει τα εύσημα των οίκων αξιολόγησης και της διεθνούς κοινότητας, πλην όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως σε ένα μεγάλο βαθμό, η ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων οφείλεται στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης που έχουν πέσει στη χώρα με την υγειονομική κρίση, στην κατανάλωση που ενισχύθηκε από τα πάσης φύσεως επιδόματα που δόθηκαν στην κοινωνία και τις τουριστικές επιδόσεις που επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα παρά τις διαδοχικές κρίσεις.

Όχι πως οι επενδύσεις υστέρησαν. Το αντίθετο. Είδαμε να έρχονται στη χώρα πολυεθνικές κολοσσοί και να επενδύουν καθώς συνυπολόγισαν πως η χώρα σοβαρεύτηκε, δημιουργήθηκε ένα φιλοεπενδυτικό περιβάλλον και ήρθησαν πολλά αντικίνητρα όπως η γραφειοκρατία.

Το ζητούμενο τώρα είναι να ενισχυθεί έτι περαιτέρω η προσέλκυση κι άλλων, πολλών νέων άμεσων ξένων επενδύσεων που θα ενισχύσουν το δομικό κομμάτι της οικονομίας και της ανάπτυξης. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να πάμε ακόμα ψηλότερα εκσυγχρονίζοντας τον δημόσιο τομέα και τις υπηρεσίες του που εμπλέκονται με το επενδυτικό περιβάλλον. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις και εικάζω και η βούληση, να εκσυγχρονιστεί επιτέλους και ο τομέας της δικαιοσύνης και να μην απαιτούνται πολυετείς ψυχοφθόρες διαδικασίες για την απόδοση της δικαιοσύνης που ακόμα και σήμερα είναι ο υπ’ αριθμόν 1 φόβος των ξένων επενδυτών.

Ένας άλλος τομέας που ναι μεν έχει εξελιχθεί αρκετά αλλά απέχει ακόμα πολύ από την πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρει αυτή η χώρα, είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Έγιναν και γίνονται πολλές επενδύσεις αλλά χρειάζονται πολύ περισσότερες ώστε να φθάσουμε κοντά στην ενεργειακή αυτονομία και της εξάλειψή της εξάρτησης από τις διαθέσεις των διαφόρων μοναρχών που διαφεντεύουν τώρα τα ορυκτά καύσιμα και τις τιμές τους.

Ο χρόνος που έχει μπροστά της αυτή η κυβέρνηση είναι πολύς κι είναι στο χέρι της να κτίσει μια πραγματικά ισχυρή οικονομία που θα στηρίζεται σε σταθερές και ισχυρές βάσεις και επ’ ωφελεία της κοινωνίας. Γιατί μην το ξεχνάμε κι αυτό, η πολιτική πρέπει πρωτίστως να νοιάζεται τον άνθρωπο και η βελτίωση των αριθμών και των δεικτών της οικονομίας να αποδίδουν μέρισμα στην κοινωνία. Μια κοινωνία από την οποία έχουν αφαιρεθεί πολλά στην υπερδεκαετή κρίση. Έβαλε πλάτη στα δύσκολα κι είναι καιρός να αρχίσει να ξαλαφρώνει.