Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γούντι Άλεν, είχε πει «τα λεφτά είναι καλύτερα απ’ τη φτώχεια – αν μη τι άλλο, για οικονομικούς λόγους». Το θέμα είναι πως, συχνά, η πραγματικότητα και η ίδια η ζωή δεν έχουν πλάκα.

Σύμφωνα με τη Eurostat -στοιχεία της για το 2020, τα οποία δόθηκαν την Πέμπτη 28 Οκτωβρίου στη δημοσιότητα- με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται αντιμέτωπο το 31,5% των παιδιών (κάτω των 18 ετών) στην Ελλάδα – έναντι ποσοστού 24,2%, o οποίος είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (E.E.).

Η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. όσον αφορά τον κίνδυνο της φτώχειας που διατρέχουν τα παιδιά, μετά τη Ρουμανία (41,5%), τη Βουλγαρία (36,2%), και την Ισπανία (31,8%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά, πάντα στην Ε.Ε., κατέγραψαν η Σλοβενία (12,1%), η Τσεχία (12,9%), η Δανία (13,5%) και η Φινλανδία (14,5%).

Ειδικότερα, στην Ευρώπη, το 71,9% του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 60 ετών που ζούσε σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας με εξαρτώμενα παιδιά διατρέχει τον κίνδυνο της φτώχειας. Επίσης, το 50,5% των παιδιών με γονείς με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο διατρέχουν τον κίνδυνο της φτώχειας, έναντι 7,7% των παιδιών με γονείς με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

Εάν ρωτήσετε για το θέμα κάποιον από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα σας απαντήσει πως δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός της παιδικής φτώχειας ή και του κοινωνικού αποκλεισμού, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, στο πλαίσιο της ανοιχτής μεθόδου συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου των κρατών μελών στην καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι κοινοί δείκτες του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας αναλύονται κατά ηλικία, ώστε να μετριέται η παιδική φτώχεια. Γι’ αυτό, θεωρείται δεδομένο ότι τα παιδιά και οι νέοι εξαρτώνται από τις οικογένειές τους και από τους πόρους που τους χορηγούν οι γονείς τους.

Ο κυριότερος δείκτης παιδικής φτώχειας βασίζεται αρχικά σε δείκτες σχετικής εισοδηματικής φτώχειας, οι οποίοι αναφέρονται στους νέους (ηλικίας 0-15 ετών) που ζουν σε νοικοκυριά με ισοδύναμο εισόδημα κάτω του ορίου του 60% του εθνικού ισοδύναμου εισοδήματος. Άλλοι σχετικοί δείκτες περιλαμβάνουν το ποσοστό ανθρώπων (δηλαδή παιδιών) που ζουν σε νοικοκυριά ανέργων. Το ποσοστό των νέων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και το ποσοστό των μαθητών (ηλικίας 15 ετών) με ανεπαρκείς γραμματικές γνώσεις.

Το ότι κανείς δεν διάλεξε να κοιτάζει την ένδεια φτώχεια κατάματα, αλλά και το ποιες είναι οι συνέπειες της ανέχειας στα παιδιά δεν χρήζει υπερανάλυσης – τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Από την άλλη, σωτήριο το Ταμείο Ανάκαμψης, υπέροχες οι εξαγγελίες για επενδύσεις στην Ελλάδα με πράσινο – οικολογικό φόντο, αλλά όσο η Eurostat δημοσιεύει τέτοια στοιχεία, θα διατηρούμε επιφύλαξη για το κατά πόσο η ανάπτυξη έχει έρθει στον τόπο μας και ότι, πλέον, θα αντικρίζουμε καλύτερες ημέρες, βάσει ερευνών για τη βιωσιμότητά μας στο μέλλον.

Προφανώς και τα αναπτυξιακά πλάνα έχουν κρίσιμη σημασία για την εξέλιξή μας, για τους επόμενους μήνες και χρόνια τα οποία θα έρθουν και θα φέρουν μαζί τους ευημερία, αλλά η ζωή είναι τώρα. Είναι αυτή η στιγμή σε αυτό που ζούμε, ό,τι βάζουμε στο πιάτο μας, όποια ρούχα φοράμε, το πώς μπορούμε, μέσα από το βιοτικό επίπεδό μας, να αναπτύξουμε το πνεύμα μας.

Άλλωστε, ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω -είχε κερδίσει και Νόμπελ το 1925- είχε πει: «Μη χάνετε τον καιρό σας με κοινωνικές έρευνες. Εκείνο που ενδιαφέρει τον φτωχό, είναι η φτώχεια. Εκείνο που ενδιαφέρει τον πλούσιο, δεν μας ενδιαφέρει».