Η μεγάλη οικονομική κρίση που συγκλονίζει την παγκόσμια οικονομία φέρνει στο προσκήνιο την αδυναμία του συστήματος διακυβέρνησης να τη διαχειριστεί.

Την παγκόσμια οικονομία δεν την κυβερνούν πλέον οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, αλλά οι κεντρικές τράπεζες και οι αγορές.

Η πραγματικότητα αυτή έγινε ανάγλυφη την περασμένη εβδομάδα στη Βρετανία, όπου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική με μειώσεις φόρων και ενεργειακές επιδοτήσεις η οποία θα ενισχύσει τη ζήτηση στην οικονομία.

Πέρα από τα πολιτικά, κοινωνικά ή ιδεολογικά ζητήματα που ενδεχομένως εγείρονται, οι αποφάσεις αυτές είναι αντίθετες με εκείνες που είχε λάβει η κεντρική τράπεζα της χώρας, η Τράπεζα της Αγγλίας, ενώ προσκρούουν και στις επιθυμίες των λεγόμενων «αγορών», ήτοι των πλουσίων του πλανήτη που έχουν επενδύσεις σε μετοχές και ομόλογα και σε εκείνους που διαχειρίζονται τα χρήματά τους.

Οι αγορές, λοιπόν, ξεπούλησαν τα βρετανικά ομόλογα και τη στερλίνα, αναγκάζοντας την Τράπεζα της Αγγλίας να παρέμβει αγοράζοντας μαζικά τα ομόλογα από την ελεύθερη (δευτερογενή) αγορά για να στηρίξει την αξία τους και να κατεβάσει την απόδοσή τους (επιτόκιο) η οποία κινείται αντιστρόφως από την τιμή.

Μία λεπτομέρεια με σημασία είναι ότι οι συντάξεις των Βρετανών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα ομόλογα, αφού εκεί επενδύουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Επομένως, σε κάποιον βαθμό, τα συμφέροντα των συνταξιούχων ταυτίζονται με εκείνα των επενδυτών.

Η Τράπεζα της Αγγλίας αναγκάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών για να στηρίξει τα ομόλογα εγκαταλείποντας το σχέδιό της να κάνει το αντίθετο, να πουλήσει ομόλογα.

Η Τράπεζα της Αγγλίας, όπως και άλλες κεντρικές τράπεζες, αντιστρέφουν τις πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης των τελευταίων ετών με τις οποίες είχαν κατεβάσει τα επιτόκια στο μηδέν και τύπωναν χρήμα με το οποίο αγόραζαν ομόλογα από την ελεύθερη αγορά. Το χρήμα έρρεε άφθονο. Δημιουργήθηκε νέο χρήμα περί τα 28 τρισ. ευρώ, το οποίο διοχετεύτηκε στην αγορά για να υποστηριχθούν οι τράπεζες και η οικονομία εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και μετά της πανδημίας.

Όταν εμφανίστηκε ο πληθωρισμός πριν από περίπου έναν χρόνο, οι κεντρικές τράπεζες υποτίμησαν το μέγεθος του προβλήματος και τώρα σπεύδουν να αντιστρέψουν τη νομισματική πολιτική προχωρώντας σε νομισματική σύσφιξη. Ήτοι άνοδος των επιτοκίων και αφαίρεση χρημάτων από την οικονομία, με αγορές ομολόγων: οι κεντρικές τράπεζες θα αγοράζουν ομόλογα, θα εισπράττουν το αντίτιμο και στη συνέχεια θα «διαγράφουν» το χρήμα για να μειωθεί το ποσό που κυκλοφορεί στην οικονομία.

Για να καλύψουν μάλιστα το λάθος που έκαναν οι κεντρικές τράπεζες υποτιμώντας το πρόβλημα και καθυστερώντας να παρέμβουν, υπάρχει το ενδεχόμενο να το «παρακάνουν» αυξάνοντας απότομα και πολύ τα επιτόκια, προκειμένου να «πείσουν» την αγορά ότι θα σταματήσουν τον πληθωρισμό που απλώνεται σαν τη φωτιά στα ξερόχορτα. Να δημιουργήσουν δηλαδή μεγάλη ύφεση και ανεργία προκειμένου να μειώσουν τις «πληθωριστικές προσδοκίες».
Αυτό είχε ξεκινήσει να κάνει η Τράπεζα της Αγγλίας, αλλά αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμναν – και να αρχίσει ξανά τις αγορές ομολόγων.

Όπως φάνηκε την περασμένη εβδομάδα, οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται πλέον σε αδιέξοδο, για το οποίο σε κάποιον βαθμό είναι οι ίδιες υπεύθυνες. Από τη μια πρέπει να ανεβάσουν τα επιτόκια προκαλώντας ύφεση και ανεργία και από την άλλη να στηρίζουν τα ομόλογα με αγορές.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήδη αγόρασε ιταλικά ομόλογα, τα οποία επίσης ξεπουλήθηκαν, επειδή στους επενδυτές δεν άρεσε… πώς ψήφισαν οι Ιταλοί.

Η ΕΚΤ πιθανότατα θα αναγκαστεί να εφαρμόσει αντίστοιχες πολιτικές στην Ευρωζώνη, ειδικά αν το πρόβλημα της Βρετανίας μεταδοθεί σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία.

Το αδιέξοδο αυτό δεν είναι τεχνικό, ούτε είναι σφάλμα. Έχει τεράστιες συνέπειες καθώς προκαλεί φτωχοποίηση των πολιτών, οι οποίοι χάνουν πραγματικό εισόδημα λόγω της ακρίβειας, πτωχεύσεις επιχειρήσεων και αύξηση της ανεργίας.

Αποδεικνύεται δε ότι οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τις κυβερνήσεις που τις διορίζουν, δεν ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους. Αποδείχθηκαν ανεπαρκείς.

Αναδεικνύεται επίσης και το γεγονός ότι έχουν πεθάνει τα δύο βασικά νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα που έχουν επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες: το δόγμα του λεγόμενου «μονεταρισμού», που διακηρύσσει ότι η οικονομία μπορεί να ρυθμίζεται με τα επιτόκια και την κυκλοφορία του χρήματος, και τα «οικονομικά της προσφοράς», που δίνουν προτεραιότητα στην απρόσκοπτη λειτουργία των επιχειρήσεων και της αγοράς.