Σε δύο εβδομάδες από τώρα τα γκάλοπ θα έχουν ολοκληρώσει τον προεκλογικό τους κύκλο και οι κάλπες θα ετοιμάζονται για να υποδεχθούν τη δυναμική των κομμάτων με φόντο τις ευρωεκλογές.

Ένα χρόνο μετά από τις διπλές εθνικές εκλογές, τη μεγάλη νίκη της ΝΔ και την εκκωφαντική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, που οδήγησε στην αλλαγή ηγεσίας στο συρρικνωμένο και διασπασμένο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν ποιο κόμμα θα τους εκπροσωπήσει καλύτερα στην Ευρώπη- και ταυτόχρονα (είναι κοινό «μυστικό») να μετρήσουν τις επιδόσεις συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Έχει αλλάξει ο «χάρτης» και σε ποιο ακριβώς σημείο εντοπίζονται οι ενδιαφέρουσες αλλαγές; Τα γκάλοπ δείχνουν τις τάσεις, αλλά μέχρι εκεί- το βράδυ της 9ης Ιουνίου θα ξέρουμε λεπτομέρειες.

Ένας σημαντικός «σταθμός» στην τελική ευθεία που μπορεί να λειτουργήσει ενδεχομένως και ως ευκαιρία συσπείρωσης των «νικητών» της διαδικασίας είναι η αυριανή συζήτηση στη βουλή για την ακρίβεια, που προγραμματίστηκε μετά την επίκαιρη ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η Νέα Δημοκρατία αποδέχθηκε το αίτημα και προφανώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προσέλθει στην Ολομέλεια με στόχο να δώσει μια πολύ δυνατή μάχη απέναντι στην αντιπολίτευση για όλα τα θέματα. Η ακρίβεια ήταν και παραμένει το νούμερο 1 πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες στην καθημερινότητά τους, που ροκανίζει το εισόδημά τους και την αγοραστική τους δύναμη, που κόβει ποιότητα από τη ζωή τους και τους απομακρύνει από ευρύχωρες σκέψεις και σχέδια στο τέλος του κάθε μήνα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταθέσει προτάσεις για την αναχαίτιση της ακρίβειας και αν μη τι άλλο έχουν κάθε λόγο αύριο – στην τελική ευθεία προς τις ευρωεκλογές- να αποδείξουν ότι έστω κάποιες από αυτές θα μπορούσαν πράγματι να κάνουν τη ζωή των πολιτών καλύτερη στο τέλος κάθε μήνα. Θα γίνει μια ουσιαστική συζήτηση, έστω και αν επεκταθεί σε όλα τα φλέγοντα ζητήματα της συγκυρίας ή θα χαθεί ακόμη μία ευκαιρία για ένα κοινοβουλευτικό διάλογο με στοιχεία αυτοκριτικής και πραγματικής διάθεσης για την επίλυση του νούμερο1 προβλήματος; Δεν χρειάζονται έμπειροι κοινοβουλευτικοί για να προβλέψουν την εξέλιξη της συζήτησης τη συγκεκριμένη στιγμή. Οι ευρωεκλογές είναι πολύ κοντά: η κυβερνητική πλευρά ενδέχεται να περιγράψει ένα νέο «όπλο» κατά της ακρίβειας αλλά η σύγκρουση μεταξύ των κομμάτων με το βλέμμα στη μάχη των εντυπώσεων θα είναι η εικόνα που θα επικρατήσει.

Η προσοχή των κομματικών επιτελείων – αυτή είναι η αλήθεια αυτήν την στιγμή- είναι στραμμένη στις έρευνες της κοινής γνώμης και δη στα κριτήρια ψήφου, στο ποσοστό συμμετοχής/αποχής και στην αποφυγή μοιραίων λαθών και αντιφάσεων στο … παραπέντε της προεκλογικής περιόδου. Η ακρίβεια και όλες οι άλλες προτεραιότητες των πολιτών που καταγράφονται στα γκάλοπ συνδέονται αναπόδραστα με τα κριτήρια ψήφου. Οι ευρωεκλογές αφορούν στη ζωή μας μέσα στην Ευρώπη και στους εκπροσώπους μας στα κέντρα λήψης κρίσιμων αποφάσεων τα επόμενα έτη. Ως εκ τούτου η συζήτηση στην Ολομέλεια είναι για τους  ψηφοφόρους θεωρητικά μια ευκαιρία να κρίνουν και να ζυγίσουν τις κινήσεις και τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς.

Το ποσοστό της αποχής είναι αυτό που θα κρίνει στη συνέχεια και εν πολλοίς την εκλογική διαδικασία. Δημοσκόποι και ειδικοί αναλυτές τραβούν φρένο στις εκτιμήσεις, όταν φτάνουν στα σενάρια της αποχής. Το γεγονός ότι δεν γίνονται ταυτόχρονα αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου συνήθως κινητοποιούνται περισσότεροι υποψήφιοι και ψηφοφόροι, λέγεται ότι αποδυναμώνει, έως και αφυδατώνει, το σενάριο της ικανοποιητικής συμμετοχής. Και αν η αποχή πλησιάσει τις περσινές δημοτικές εκλογές του δεύτερου γύρου, ποια κόμματα θα ωφεληθούν και ποια θα χάσουν βασικό κομμάτι των δεξαμενών τους; Υπάρχει χρόνος και τρόπος για να πειστούν οι πολίτες του καναπέ και ποιοι είναι εν τέλει αυτοί; Το μόνο σίγουρο είναι ότι από το Πάσχα και μετά, όσοι  στις έρευνες δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν στις ευρωεκλογές είναι περισσότεροι σε σχέση με τις αντίστοιχες έρευνες του Απρίλη. Καταγράφεται δηλαδή μια αυξανόμενη τάση συσπείρωσης, γύρω και κυρίως από τα κόμματα με οργανωμένη δομή και μηχανισμό να τρέξει. Την ίδια ώρα όμως οι δημοσκοπήσεις χτυπούν καμπανάκια και «επιφυλάσσονται» για την καταγραφή περισσότερων στοιχείων τα τελευταία 24ωρα προ της κάλπης- τότε που κορυφώνεται η πολιτική αντιπαράθεση και παίρνουν θέση οι αναποφάσιστοι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Νέα Δημοκρατία θα επιχειρήσει να συσπειρώσει την ευρύτατη εκλογική της δύναμη που εξασφάλισε στις εθνικές εκλογές του περσινού έτους, να περιορίσει την απήχηση των κομμάτων προς τα δεξιά της (όπως η Ελληνική Λύση και η Νίκη) και να «κλειδώσει» ποσοστό που θα έχει το 3 μπροστά: πρόκειται για την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την προσέγγιση ακόμη και την υπέρβαση του πανελλαδικού πήχη που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης (του 33,12% των προηγούμενων ευρωεκλογών). ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ από δίνουν τη μάχη της δεύτερης θέσης, ειδικά σε περιοχές που βρέθηκαν με διαφορά μιας ανάσας στις εκλογές του Ιουνίου. Συνέβη για παράδειγμα στη Βόρεια Ελλάδα: στις Σέρρες όπου ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε τη δεύτερη θέση με ποσοστό 12,88% έναντι 11,45% του ΠΑΣΟΚ, στη Χαλκιδική όπου το τρίτο πανελλαδικά κόμμα κέρδισε τη δεύτερη θέση με 14,52% έναντι 13,70% του ΣΥΡΙΖΑ ή στο Κιλκίς όπου η Χαριλάου Τρικούπη προηγήθηκε περίπου κατά δύο μονάδες της Κουμουνδούρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατά πολλούς έχει «κλειδώσει» τη δεύτερη θέση όχι όμως και το ποσοστό- στο ΠΑΣΟΚ επιμένουν ότι η δεύτερη θέση δεν είναι μια χαμένη υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση το ποσοστό και το προφίλ της συμμετοχής στις κάλπες θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό και τη μάχη για τη δεύτερη θέση.

Εκτός από τα κριτήρια ψήφου και το ποσοστό της συμμετοχής είναι συνήθως και τα μοιραία λάθη ή οι αντιφάσεις των κομμάτων που επηρεάζουν τη ψήφο των πολιτών- ειδικά εκείνων που επιλέγουν κόμμα κατά την … προσέλευσή τους στα εκλογικά τμήματα. Μια φράση από τον υποψήφιο ευρωβουλευτή, μια λέξη από τον αρχηγό ή μια λάθος διατύπωση στις καθημερινές διαδοχικές δηλώσεις μπορεί, όπως έχει αποδειχθεί, να προσελκύσει ή να απομακρύνει οριστικά, από την κάλπη ή το χ κόμμα, ψηφοφόρους. Πως άκουσε άραγε για παράδειγμα ένας πιθανός υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ την απάντηση του Στέφανου Κασσελάκη στο ερώτημα για το πως θα «ψηφίσει» αν προταθεί για την προεδρία της Κομισιόν από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και όχι από την Ευρωπαϊκή Αριστερά, ο βασικός του αντίπαλος στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Ο κ. Κασσελάκης απάντησε προχθές στο Attica πως δεν θα είχε πρόβλημα με μια πιθανή υποψηφιότητα του κ. Μητσοτάκη για την προεδρία της Κομισιόν και προσπάθησε να εξηγήσει τους λόγους. Το ερώτημα γεννά άλλο ερώτημα: πώς γίνεται να καταγγέλλεις κάποιον και να τον απορρίπτεις για πρωθυπουργό και να τον «ψηφίζεις» για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά αυτό το ερώτημα δεν είναι η μόνη αντιφατική πλευρά της προεκλογικής του καμπάνιας, του πολιτικού και ιδεολογικού του στίγματος.