Με ενσωματωμένες τις επιπτώσεις των παρακολουθήσεων αλλά και των οικονομικών εξαγγελιών στη ΔΕΘ από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, όλες οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν περίπου την ίδια εικόνα. Η Ν.Δ. προηγείται με περίπου 35%, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ξεκολλήσει από το 25% ενισχύοντας τη συσπείρωσή του και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ. για δεύτερη φορά δυσκολεύεται να κεφαλαιοποιήσει μια σπουδαία πολιτική ευκαιρία. Η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη δεν του έφερε τα προσδοκώμενα κέρδη, είτε γιατί η κοινωνία έχει άλλες προτεραιότητες και διαφορετικά κριτήρια ψήφου, είτε γιατί ο ίδιος δεν χειρίστηκε το θέμα με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Μπορεί να ισχύουν και τα δύο μαζί.

Βεβαίως, στην πολιτική οι 5-6 μήνες που απομένουν έως τις κάλπες είναι μεγάλο διάστημα και θεωρητικώς όλα μπορούν να συμβούν. Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε κάτι εντελώς αναπάντεχο που θα φέρει τα πάνω κάτω, δεν περιμένουμε κάποιο γεγονός που θα αλλάξει την υπάρχουσα εικόνα. Το βασικό εκλογικό μέγεθος ήταν, είναι και θα παραμείνει το «συνολικό πολιτικό κεφάλαιο» του καθενός εκ των πολιτικών αρχηγών που θα διεκδικήσουν την ψήφο του λαού. Κυριάκος Μητσοτάκης, Αλέξης Τσίπρας, Νίκος Ανδρουλάκης, για να αναφερθώ στους τρεις βασικούς παίκτες, εμφανίζουν και στα τελευταία γκάλοπ μια σταθερή εικόνα. Είναι μια παγιωμένη, εδώ και πολύ καιρό, κατάσταση και αφού δεν άλλαξε ούτε με την πανδημία, ούτε με τα Ελληνοτουρκικά, ούτε με την ακρίβεια και την «υπόθεση των επισυνδέσεων» δεν βλέπω τι είναι αυτό που θα τη διαταράξει από εδώ και πέρα. Οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες, ο πληθωρισμός, ο δύσκολος χειμώνας που έρχεται θα μπορούσαν;

Ο πρωθυπουργός έως τώρα έδειξε ότι ξέρει και κυρίως ότι μπορεί να διαχειριστεί και αυτή την κρίση, έχοντας στο μυαλό του τις αντοχές της κοινωνίας. Τα αυξημένα έσοδα του Προϋπολογισμού, τα «εισαγόμενα» αίτια της κρίσης και η μειωμένη ευρωπαϊκή επιτήρηση στα δημοσιονομικά της χώρας τού επιτρέπουν να στηρίζει σημαντικά την κοινωνία και τις επιχειρήσεις. Βέβαια, το κόστος δανεισμού αυξάνεται θεαματικά (τα επιτόκια τραβούν την ανηφόρα), αλλά από τις επίσημες ανακοινώσεις μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κάπως έτσι θα κινηθεί η κυβέρνηση και τους επόμενους μήνες. Η κατάσταση τον χειμώνα θα είναι πολύ δύσκολη, αλλά οι πολίτες δεν θα εγκαταλειφθούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Κανείς δεν θα είναι χαρούμενος, αλλά δεν προβλέπεται και κάποια κοινωνική έκρηξη που θα ρίξει τη Νέα Δημοκρατία κατά 5-10 μονάδες και θα ανεβάσει αντίστοιχα τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ. Πιστεύω ότι από εδώ και πέρα μεγαλύτερη απειλή για την κυβέρνηση είναι να θυμώσουν οι «δικοί» της ψηφοφόροι και να μην πάνε στις κάλπες, από το να μετακινηθούν προς τα κόμματα της Κεντροαριστεράς ή της άκρας Δεξιάς. Και η μεγάλη αποχή όμως μπορεί να αλλάξει καθοριστικά το αποτέλεσμα στις κάλπες, ειδικά αν προέρχεται από τη μία πλευρά του εκλογικού σώματος. Υποθέτω πως το πρόβλημα της συσπείρωσης στη Ν.Δ. θα απασχολήσει το Μέγαρο Μαξίμου τις επόμενες εβδομάδες.

Αν όμως το προεκλογικό τοπίο μοιάζει σε αυτή τη φάση καθαρό, τόσο σκοτεινιάζει την επόμενη μέρα της κάλπης. (Φυσικά δεν μιλάμε για τον πρώτο γύρο, αλλά για μετά και τον δεύτερο γύρο με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση.) Με τα δεδομένα που έχουμε είναι δύσκολο να σχηματιστεί κυβέρνηση. Το σενάριο συνεργασίας Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ κάηκε και τυπικά με την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ο Τσίπρας με τον πιο επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο ξεκαθάρισε από τη ΔΕΘ ότι «δεν θα γίνουμε κυβέρνηση ηττημένων», εννοώντας προφανώς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι πρώτο κόμμα για να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ ή τον Βαρουφάκη ή και τους δύο μαζί. Η δήλωση αυτή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει τεράστια σημασία αφού ουσιαστικά βάζει τέλος και στο δεύτερο πιο… συζητημένο σενάριο. Τι απομένει θεωρητικώς; Σύμπραξη Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ (δεν μπαίνει καν στο τραπέζι), συνεργασία Ν.Δ. – Βελόπουλου, Ν.Δ. με μεμονωμένους βουλευτές από άλλα κόμματα ή αυτοδυναμία της Ν.Δ. Διαλέγετε και παίρνετε, αν και υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ορισμένα από τα παραπάνω σενάρια να ακυρωθούν τους επόμενους μήνες από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Ο κίνδυνος, εκτός από «κυβέρνηση ηττημένων», να μην έχουμε ούτε «κυβέρνηση νικητών» είναι ορατός.