Και να ήθελε η Ευρωπαϊκή Ένωση –όργανα, πολιτικές ηγεσίες, λαοί- να ξεχάσει την Ουγγαρία και την απόσταση από τη χωρίζει από το γράμμα και το πνεύμα των κοινών προσπαθειών, η κυβέρνηση της χώρας αυτής δεν την αφήνει. Η μοναχική και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, αντι-ευρωπαϊκή στάση της Βουδαπέστης, δηλαδή του Προέδρου Όρμπαν, στον πόλεμο στην Ουκρανία ξανάφερε στην επιφάνεια και την υστέρηση ως προς το κράτος δικαίου, καθώς και το ζήτημα των κονδυλίων που συνδέονται με το σεβασμό του κράτους δικαίου.

Δυο παράλληλες διαδικασίες «τρέχουν» εις βάρος της Ουγγαρίας, έχοντας καταστεί πιεστικές καθώς εκπνέει η χρονιά. Η μία, η παλιότερη, αναφέρεται στα εκ του Ταμείου Ανάκαμψης χρήματα (ύψους περίπου 5,8 δισ. ευρώ) που έχει λαμβάνειν η Ουγγαρία, όχι όμως πριν προβεί σε μεταρρυθμίσεις σχετικές με το κράτους δικαίου, οι οποίες της ζητήθηκαν επισήμως από την Επιτροπή τον περασμένο Σεπτέμβριο. Λίγο αργότερα, η Ουγγαρία είχε χαρακτηριστεί, χωρίς νομική αλλά με μεγάλη συμβολική αξία, ως «αυταρχικό κράτος στο οποίο διεξάγονται εκλογές» (electoral autocracy) από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν δεν λάβουν το «πράσινο φως» ως το τέλος του 2022, τα χρήματα αυτά θα χαθούν οριστικά –γι’ αυτό η κυβέρνηση Όρμπαν κατέθεσε μια δέσμη 17 μέτρων στις 19 Νοεμβρίου δια της ζωηρής, και ζωηρά ορμπανικής, Υπουργού Δικαιοσύνης. Η Επιτροπή «μελετά» τα μέτρα και δίνει κάποια σημάδια ότι μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση των χρημάτων που τόσο έχει ανάγκη μια χώρα με πάνω από 20% πληθωρισμό και πολύ μεγάλα «πακέτα» στήριξης του πληθυσμού από την ενεργειακή κρίση. Από την άλλη, δείχνει ότι δεν είναι ικανοποιημένη από την «προσπάθεια» -στην πραγματικότητα, απόκρουση- της Ουγγαρίας κι ότι δεν ξεχνά πως το καθεστώς Όρμπαν, μόνο σε όλη την Ένωση, σέρνει τα πόδια σε κάθε βοήθεια προς την Ουκρανία και σε κάθε γύρο κυρώσεων στη Ρωσία, εκβιάζει με βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις, όπως ο κοινός φορολογικός συντελεστής για τις πολυεθνικές εταιρίες, και συντάσσεται με την Τουρκία ως προς τη διεύρυνση (προτιμώντας τη μη διεύρυνση) του ΝΑΤΟ.

Ακριβώς για να δείξει την απαρέσκειά της και να λάβει υπόψη της την ακόμα μεγαλύτερη αντίσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή κίνησε μια δεύτερη διαδικασία «παρακράτησης» κατά της Ουγγαρίας –αυτή τη φορά συνδεόμενη με πόρους από το Ταμείο Συνοχής. 7,5 δισ. δικαιούται η Ουγγαρία ως το τέλος της χρονιάς (το ένα τρίτο περίπου της συνολικής χρηματοδότησης της από το συγκεκριμένο ταμείο εντός του προϋπολογισμού του 2021-2027) και όλα δείχνουν, από ακριτομυθίες της ίδιας της προέδρου ή μελών της Επιτροπής ως τα ρεπορτάζ σοβαρών εντύπων σε όλη την Ευρώπη, ότι η Επιτροπή ετοιμάζει πρόταση να μην τα λάβει (η τελική απόφαση ανήκει, και εδώ, στο Συμβούλιο). Αφορμή και πάλι το (ίδιο) πακέτο μεταρρυθμίσεων σχετικά με τη βελτίωση του κράτους δικαίου, που μπορεί έτσι, κατά παγκοσμίως πρωτότυπο τρόπο, να αποτελέσει τη βάση συγχρόνως για καταβολή χρημάτων (εκ του Ταμείου Ανάκαμψης) και παρακράτηση τους (εκ του ταμείου Συνοχής). Πολιτικότερη στάση –γιατί διπλωματική, όπως θα λέγαμε παλιά, ασφαλώς δεν είναι- είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς.

Μένει να αναρωτηθεί κανείς αν είναι και αποτελεσματική. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι η Επιτροπή, και γενικώς η Ευρωπαϊκή Ένωση, χρησιμοποιεί την εκταμίευση χρημάτων προς την Ουγγαρία για να πετύχει αντικρουόμενους στόχους: αφενός να την αναγκάσει να συμμορφωθεί με βασικούς δημοκρατικούς κανόνες, όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αλλά και ο ίδιος ο σεβασμός αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (που καταδίκασε, για παράδειγμα, πέρσι την Ουγγαρία για το κλείσιμο του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης, χωρίς έκτοτε το Πανεπιστήμιο να έχει ξανανοίξει) και αφετέρου να την κρατήσει εντός του ενωσιακού πλαισίου, αφού την χρειάζεται για αποφάσεις με ομοφωνία αλλά και δεν έχει ούτε νομικό ούτε πολιτικό τρόπο να τη «διώξει». Έτσι, η Επιτροπή ζητά «μέτρα» για να δώσει χρήματα και η Ουγγαρία παίρνει (στα χαρτιά) «μέτρα» για να πάρει τα χρήματα συνεχίζοντας να τορπιλίζει τις κοινές προσπάθειες.

Στην κρίση του καθενός αν με αυτό τον τρόπο είναι όλοι –και κυρίως η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία- κερδισμένοι ή χαμένοι.