Στην Ελλάδα όλα είναι πολιτική. Και η πολιτική μάς οδηγεί σε αδιέξοδο. Υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση διότι -κυρίως- δεν κατάφερε να τιθασεύσει την ακρίβεια, δεν φρόντισε να αυξηθεί επαρκώς το διαθέσιμο εισόδημα και ο κόσμος ζορίζεται. Δεν είναι αυτή η μόνη κριτική που της γίνεται, αμφισβητείται το αν τηρεί τις δημοκρατικές διαδικασίες σε διάφορους τομείς, κατηγορείται για σκάνδαλα, διαπιστωμένα και μη, κατηγορείται ότι δεν τόλμησε να προχωρήσει σε σημαντικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Υγεία, την Παιδεία, τη Δικαιοσύνη, κατηγορείται ότι δεν φρόντισε επαρκώς για την ασφάλεια του πολίτη και ότι η εγκληματικότητα σε όλα τα επίπεδα έχει αυξηθεί, από το οργανωμένο έγκλημα μέχρι τη συμπεριφορά των ολιγαρχών, αλλά και τη μαθητική βία. Κατηγορείται για τους χειρισμούς της σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία, με το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, τώρα και με τη Λιβύη. Κατηγορείται επίσης για αλαζονεία και αναλγησία έναντι των προβλημάτων των πολιτών, αλλά και για τα Τέμπη.
Ο καθένας κατηγορεί την κυβέρνηση για άλλο πράγμα, υπάρχουν πολλές διαφορετικές αιτίες δυσαρέσκειας.
Θα μου πείτε, αυτό συμβαίνει πάντα στην Ελλάδα. Ναι, αυτό συμβαίνει πάντα, με διαφορετικές αιτίες γκρίνιας ίσως κάθε φορά, συμβαίνει και τώρα.

Αυτό που διαφοροποιεί το τώρα από το παρελθόν είναι ότι τώρα δεν υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση, δεν υπάρχει κάποιο κόμμα ή κάποιος πολιτικός που να συγκεντρώνει τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, υπάρχουν διάφορα κόμματα που επενδύουν κυρίως στην γκρίνια, τις καταγγελίες και τον λαϊκισμό, χωρίς να έχουν πρόταση, ούτε δυνατότητες διακυβέρνησης. Με εξαίρεση το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι ένα δομημένο κόμμα και διαθέτει στελέχη με κυβερνητική εμπειρία, αλλά το οποίο δεν πείθει, όπως αποδεικνύεται στις δημοσκοπήσεις. Ισως να φταίει προσωπικά ο πρόεδρός του, Νίκος Ανδρουλάκης, για τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Ανδρουλάκης εξελέγη από τους ψηφοφόρους. Οι πρώην αντίπαλοί του στις εσωκομματικές εκλογές δεν έχουν συστρατευτεί πλήρως γύρω από τον Ανδρουλάκη, μοιάζουν να περιμένουν την επόμενη ήττα στις εκλογές για να διεκδικήσουν ξανά την ηγεσία του κόμματος. Ελάχιστα από τα έμπειρα σοβαρά στελέχη του κόμματος δίνουν συστηματικά τη μάχη στη Βουλή και στα κανάλια, αλλά αυτό δεν αρκεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη έχει διαλυθεί και ξαφνικά επανεμφανίζεται ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος δεν έχει δηλώσει ξεκάθαρα αν θα φτιάξει νέο κόμμα, πώς θα κινηθεί μέχρι τις εκλογές, τι ρόλο θέλει να παίξει. Ο άλλος πρώην πρωθυπουργός, ο Αντώνης Σαμαράς, ασκεί έντονη κριτική στον Μητσοτάκη, αλλά δεν έχει ξεκαθαρίσει ούτε και αυτός τι θα κάνει. Ο Κώστας Καραμανλής δηλώνει κάθε τόσο παρών, σπάζοντας ενίοτε τη μόνιμη σιωπή του και πού και πού εκδηλώνει και αυτός μια συγκρατημένη δυσαρέσκεια.

Από εκεί και πέρα, η Κωνσταντοπούλου μονοπωλεί όσο μπορεί τον χρόνο της Βουλής και την τηλεοπτική παρουσία με εμπρηστικές δηλώσεις, θεαματικούς καυγάδες και έναν αδιάκοπο καταγγελτικό λόγο, ο Βελόπουλος αποκαλύπτει σκάνδαλα και θεωρίες συνωμοσίας, η Λατινοπούλου συνδυάζει όλες αυτές τις τακτικές σε χαμηλότερο βαθμό, η Αριστερά ομφαλοσκοπεί όπως συνήθως.
Χοντρικά αυτό είναι το πολιτικό σκηνικό σήμερα και δεν αφήνει καμία ορατή προοπτική βελτίωσης.
Ετσι ο Μητσοτάκης έχει αφενός τη βεβαιότητα ότι θα είναι πάλι πρωθυπουργός μετά τις εκλογές που ο ίδιος θα αποφασίσει πότε θα γίνουν, ίσως να αντιλαμβάνεται ότι δύσκολα θα πετύχει αυτοδυναμία και σε αυτή την περίπτωση, δύσκολα θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση με τη στήριξη άλλων κομμάτων και τον ίδιο πρωθυπουργό.

Το βασικό επιχείρημα του Μητσοτάκη για τις επόμενες εκλογές είναι ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να είναι καλύτερος πρωθυπουργός από τον ίδιο. Δηλαδή, θεωρεί ότι όλοι οι άλλοι θα είναι χειρότεροι και ότι καμία άλλη κυβέρνηση δεν μπορεί να χειριστεί τις δύσκολες διεθνείς συνθήκες αλλά και τα τοπικά προβλήματα καλύτερα από τη δική του.
Την ίδια στιγμή, πολύ μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης έχει ως μοναδικό σύνθημα το να φύγει ο Μητσοτάκης, θεωρώντας προφανώς ότι όποιος άλλος και να εκλεγεί θα είναι καλύτερος. Και οι ψηφοφόροι σταθερά θεωρούν με διαφορά καλύτερο για πρωθυπουργό τον Κανένα, τον οποίο τελευταία φορά συναντήσαμε στα μέρη μας στην Οδύσσεια του Ομήρου.

Αν λοιπόν όλοι θεωρούν ότι η επιλογή των ψηφοφόρων θα είναι το μη χείρον βέλτιστον, και αυτό είναι για κάποιους ο Μητσοτάκης και για άλλους οποιοσδήποτε εκτός του Μητσοτάκη, αντιλαμβανόμαστε ότι οδηγούμεθα σε πολιτικό τοίχο, δηλαδή σε αδιέξοδο. Ως γνωστόν, όμως, στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα, βρίσκεται πάντα μια περιπετειώδης διέξοδος, μια ατραπός με δυσκολίες που μας οδηγεί εκεί που ήμασταν πριν αλλά και πάντα, δηλαδή στην πάγια κατάσταση της χώρας, σε ένα μεγάλο πελατειακό κράτος, με ολιγάρχες, με γραφειοκρατία, με δυσλειτουργίες, με χαμηλή παραγωγικότητα και ασήμαντη ανταγωνιστικότητα, με τεράστιες εισαγωγές και μικρές εξαγωγές, με χαμηλά εισοδήματα, μη παραγωγικές επενδύσεις και προοπτικές που δεν εμπνέουν τους νεότερους να μείνουν και να χτίσουν εδώ τις καριέρες τους, οπότε όσοι μπορούν φεύγουν.

Στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα, λοιπόν, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι μέχρι τις εκλογές η κυβέρνηση θα προχωρήσει στις γενναίες μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να έχει κάνει αλλά δεν έκανε, ούτε ότι η αντιπολίτευση θα προσφέρει μια αξιόπιστη λύση και ένα όραμα που θα εμπνεύσει τους ψηφοφόρους. Ούτε ότι ξαφνικά θα γίνουν παραγωγικές επενδύσεις, ότι θα αυξηθούν τα εισοδήματα, ότι θα τιμωρηθούν τα καρτέλ, ότι θα επιταχυνθεί η Δικαιοσύνη, ότι θα φτιάξει η Παιδεία, η Υγεία, η ασφάλεια του πολίτη ή ότι θα κάνει κάποιο θαύμα η ελληνική διπλωματία.
Θα συνεχίσουμε έτσι μέχρι τις εκλογές στον πολιτικό κατήφορο, οδεύοντας προς τον τοίχο.