Η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή και το ενεργειακό μέλλον του πλανήτη έχει πλέον μετατραπεί σε ζήτημα παγκόσμιας στρατηγικής και οικονομικής ισορροπίας. Στο επίκεντρο βρίσκονται δύο αντίθετες προσεγγίσεις: ο ενεργειακός ρεαλισμός των Ηνωμένων Πολιτειών και η επιθετική πολιτική απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σύγκρουση αυτών των δύο οραμάτων επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τη ναυτιλία, έναν κλάδο που μεταφέρει πάνω από το 90% του παγκόσμιου εμπορίου και αποτελεί τον βασικό μηχανισμό που κρατά «ζωντανή» την παγκόσμια οικονομία.

Οι νέοι περιβαλλοντικοί κανόνες του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) – οι οποίοι συχνά χαρακτηρίζονται από τεχνολογική ασάφεια, οικονομική επιβάρυνση και αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα – προσθέτουν ένα ακόμη επίπεδο πίεσης σε έναν τομέα που βρίσκεται ήδη στο μάτι του κυκλώνα της ενεργειακής μετάβασης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει γρήγορη μετάβαση σε ένα μοντέλο όπου τα ορυκτά καύσιμα θα έχουν ελάχιστη συμμετοχή. Η στρατηγική αυτή, αν και συμβατή με κλιματικούς στόχους, συχνά αγνοεί τον ρόλο της ενέργειας ως γεωπολιτικού εργαλείου. Η απόφαση για αποδέσμευση από ρωσικά καύσιμα και σταδιακή κατάργηση εισαγωγών φυσικού αερίου έως το 2027 παρουσιάστηκε ως «πράσινο άλμα». Ωστόσο στην πράξη δημιουργεί νέα εξάρτηση, όχι από ορυκτά καύσιμα συνολικά, αλλά από εισαγόμενη ενέργεια άλλων προελεύσεων, πολλές φορές ακριβότερη και πιο ασταθή. Αυτή η πολιτική αυξάνει το ενεργειακό κόστος για βιομηχανίες και μεταφορές, ωθεί τη ναυτιλία σε ακριβές προσαρμογές, και τελικά δεν μειώνει την παγκόσμια κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, αλλά την μετατοπίζει.

Από την άλλη μεριά οι ΗΠΑ ακολουθούν μια πρακτική και πολύπλευρη ενεργειακή στρατηγική, που βασίζεται στο δόγμα όλα τα διαθέσιμα ενεργειακά μέσα μαζί. Αντί να θέτουν αυστηρά χρονοδιαγράμματα εξάλειψης ορυκτών καυσίμων, επιλέγουν να διατηρούν υψηλή παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, να ενισχύουν τις εξαγωγές LNG προς Ευρώπη και Ασία, να επενδύουν σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας χωρίς να ακυρώνουν τις υπάρχουσες πηγές, να ενισχύουν τη γεωπολιτική τους επιρροή ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ενέργειας στον κόσμο. Η αμερικανική στρατηγική είναι μια μορφή ενεργειακής «ρεαλπολιτίκ». Αναγνωρίζει ότι η παγκόσμια οικονομία (και ιδιαίτερα η ναυτιλία) δεν μπορεί να λειτουργήσει με ιδεαλιστικές προβλέψεις ή καύσιμα που δεν υπάρχουν ακόμη σε επαρκείς ποσότητες.

Οι νέες αποφάσεις του IMO – όπως η Μεσόγειος ως ζώνη ECA με όριο θείου 0,10%, η αυστηροποίηση των κανόνων MARPOL και η απαίτηση μετάβασης σε καύσιμα χαμηλών εκπομπών – έχουν τεράστιες συνέπειες για τη ναυτιλία. Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι περιβαλλοντικοί στόχοι. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις δεν υπολόγισαν τέσσερα πολύ βασικά ζητήματα:

1. Ότι τα «καθαρά καύσιμα» δεν υπάρχουν σε κλίμακα. Αμμωνία, μεθανόλη, υδρογόνο και LNG ως καύσιμο ναυτιλίας παραμένουν σε πρώιμο στάδιο, με ανεπαρκή διαθέσιμη ποσότητα για να εξυπηρετήσουν ένα παγκόσμιο στόλο 100.000 πλοίων.

2. Ότι το κόστος θα είναι δυσθεώρητο. Ένα πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων μπορεί να απαιτεί επένδυση δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για μετατροπή σε νέο τύπο καυσίμου.

3. Ότι η ναυτιλία λειτουργεί παγκοσμίως, όχι τοπικά. Ένα πλοίο που π.χ. αναχωρεί από Σαγκάη για Ρότερνταμ δεν μπορεί να βασίζεται σε καύσιμα που υπάρχουν μόνο σε ορισμένα λιμάνια, αλλά πρέπει να τροφοδοτείται οπουδήποτε. Αυτό δημιουργεί τεράστιες επιχειρησιακές δυσκολίες.

4. Ότι οι κανονισμοί του IMO συχνά προηγούνται από την πραγματικότητα. Η πολιτική που εφαρμόζεται, «ρυθμίζω πρώτα – αναπτύσσω τεχνολογία μετά» οδηγεί σε ανασφάλεια, ανισορροπίες και τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις.

Όλα τα ανωτέρω δείχνουν ότι θα υπάρξουν παγκόσμιες επιπτώσεις: Καθότι η ναυτιλία ως κρίσιμος παράγοντας σταθερότητας είναι η αόρατη ραχοκοκαλιά του παγκόσμιου εμπορίου. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε διαταραχή στον κλάδο θα έχει άμεση επίπτωση στις τιμές των προϊόντων, στην ενεργειακή ασφάλεια, στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην οικονομική σταθερότητα κρατών και καταναλωτών.

Όταν οι ΗΠΑ συνεχίζουν να παράγουν ορυκτά καύσιμα και η Ε.Ε. προσπαθεί να αποσυνδεθεί από αυτά ταυτόχρονα με την επιβολή αυστηρών περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στους θαλάσσιους μεταφορείς, δημιουργείται μια παγκόσμια ασυμμετρία η οποία:

1. Αυξάνει το κόστος μεταφορών. Ακριβότερα καύσιμα → ακριβότερες μεταφορές → ακριβότερα προϊόντα. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει άμεσα τον παγκόσμιο πληθωρισμό.

2. Δημιουργεί ανισότητες μεταξύ ναυτιλιακών κρατών. Η Ευρώπη επιβαρύνεται περισσότερο από τις ΗΠΑ ή την Ασία, καθώς η Ε.Ε. επιβάλλει αυστηρούς κανόνες στους δικούς της στόλους.

3. Απειλεί την ανταγωνιστικότητα της διεθνούς ναυτιλίας. Εάν οι κανονισμοί δεν συντονιστούν παγκοσμίως, υπάρχει κίνδυνος μετατόπισης δραστηριότητας σε χώρες με πιο χαλαρές πολιτικές.

4. Θέτει σε κίνδυνο την εφοδιαστική ασφάλεια. Σε μια περίοδο γεωπολιτικών κρίσεων, ο κόσμος δεν μπορεί να βασίζεται σε μια ναυτιλία που παλεύει με καύσιμα που δεν υπάρχουν.

Το συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει από όλα τα ανωτέρω, είναι ότι η ναυτιλία δεν χρειάζεται ιδεολογία αλλά ρεαλισμό. Όλοι συμφωνούμε ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι αναγκαία. Αλλά αυτή η μετάβαση πρέπει να βασίζεται σε τεχνολογική ωριμότητα, σε παγκόσμιο συντονισμό, σε ρεαλιστικούς χρόνους και σε καύσιμα που μπορούν πραγματικά να παραχθούν σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει μια στρατηγική που αναγνωρίζει αυτές τις πραγματικότητες. Η Ευρώπη, αντίθετα, συχνά υιοθετεί μια πολιτική που προηγείται της τεχνολογίας και παραγνωρίζει τις επιχειρησιακές ανάγκες της ναυτιλίας. Ο IMO εν τω μεταξύ, εκδίδει κανονισμούς που όσο καλοπροαίρετοι κι αν είναι δεν συνοδεύονται από σαφή παγκόσμια στρατηγική ανάπτυξης νέων καυσίμων. Και για να διασφαλιστεί η παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, η ενεργειακή ασφάλεια και η απρόσκοπτη λειτουργία της ναυτιλίας, απαιτείται μια νέα ρεαλιστική παγκόσμια συμφωνία. Μια μετάβαση που δεν θα βασίζεται σε ευχές, αλλά σε πραγματικές ενεργειακές δυνατότητες.

*Ο Σάββας Πούλος είναι Σύμβουλος Ενεργειακής Διπλωματίας