Είναι απολύτως αναμενόμενο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης που δεν έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης, να πλειοδοτούν σε εύκολες παροχές, σε περικοπές φόρων, σε γενναίες αυξήσεις μισθών. Λόγια και υποσχέσεις εύκολες που χαϊδεύουν αυτιά και δεν στοιχίζουν τίποτα, από τη στιγμή δεν είναι υποχρεωμένοι να τις υλοποιήσουν οι ίδιοι κι ούτε να τους χρεωθεί ο εκτροχιασμός της οικονομίας και οι μεγαλύτερες περιπέτειες στις οποίες μπορεί να μπει η χώρα αν η κυβέρνηση υιοθετούσε αυτές τις γαλαντόμες ιδέες.

Λένε, για παράδειγμα, από τον ΣΥΡΙΖΑ πως τα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι ψίχουλα. Απ’ όσο ξέρω όμως ούτε και η κυβέρνηση υποστηρίζει πως με αυτά τα μέτρα του 1,1 δισ. ευρώ ισοφαρίζεται η ενεργειακή ακρίβεια και η ακρίβεια σε όλα τα καταναλωτικά αγαθά αλλά και οι απώλειες στην αγοραστική δύναμη των πολιτών. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του ομιλούν για ένα βοήθημα που απλά θα αμβλύνει σε ένα βαθμό, τις πολύ μεγάλες αυξήσεις. Αν υπήρχαν μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια αυτά τα βοηθήματα θα ήταν μεγαλύτερα αλλά δυστυχώς μέχρι εκεί αντέχει το ταμείο.

Φαίνεται πως όλοι αυτοί οι ανεύθυνοι γαλαντόμοι, ξεχνούν πότε και πώς βγήκαμε από την υπερδεκαετή οικονομική χρεοκοπία και τα μνημόνια, πόσο έχει φθάσει του δημόσιο χρέος, πόσα ξοδεύτηκαν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και πως η Ελλάδα μπορεί και δανείζεται ακόμα φθηνά γιατί υπάρχει η κάλυψη και η εγγύηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και όχι γιατί η οικονομία της χώρας είναι αξιόχρεη με βάση της αξιολογήσεις των διεθνών οίκων.

Το εύκολο και το φιλολαϊκό θα ήταν για την κυβέρνηση να μειώσει τον ΦΠΑ, τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης καυσίμων για να είμαστε όλοι ικανοποιημένοι. Όμως τι θα γινόταν στη συνέχεια; Έχει αναλογιστεί κανείς πόσο θα έπεφταν τα έσοδα του κράτους κι αν ο μειωμένος ΦΠΑ θα περνούσε αυτούσιος στην κατανάλωση και δεν θα εξαφανίζονταν από τους εμπόρους και τις αλυσίδες διακίνησης των εμπορευμάτων;

Στα δυο τελευταία χρόνια έχουν δαπανηθεί 44 περίπου δισ. για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων (40 για την πανδημία κι άλλα 4 μέχρι στιγμής για την ενεργειακή ακρίβεια). Αυτά τα λεφτά δεν υπήρχαν στο συρτάρι αλλά το μεγαλύτερο μέρος είναι προϊόν δανεισμού που προστέθηκε στο χρέος της χώρας το οποίο έφθασε στα 357 δισ. ή στο 200% του ΑΕΠ!

Με ένα τέτοιο χρέος παρότι έχει γίνει αναχρηματοδότηση με χαμηλότερα επιτόκια και με δημοσιονομικές παρεκκλίσεις είναι σχεδόν αδύνατον να πάρουμε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Κι όταν κάποια στιγμή, από το 2023, σταματήσει η στήριξη από την ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα, η οικονομία μας θα είναι βορά στις ορέξεις των αγορών, κάτι που δεν ήθελε κανείς γιατί οι μνήμες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία είναι νωπές.

Αναμφίβολα οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουν και θα αντιμετωπίζουν για αρκετούς ακόμα μήνες τα ελληνικά νοικοκυριά με την ακρίβεια, είναι πολύ δύσκολες και σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις ανυπέρβλητες. Μας περιμένουν δύσκολες μέρες και κανένα επίδομα δεν μπορεί να ισοσκελίσει τις πραγματικές απώλειες των διαθέσιμων εισοδημάτων της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών. Ακόμα κι αν σταματήσει σε μερικές εβδομάδες ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι σχεδόν αδύνατον να δούμε ορθολογικοποίηση των τιμών στην ενέργεια και στην αγορά. Ο πληθωρισμός θα είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για την κυβέρνηση κι αλίμονο αν δημιουργηθεί και στασιμοπληθωρισμός δηλαδή ακρίβεια συνοδευμένη με ύφεση.

Όμως, η κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη αν εισακουσθούν οι λαϊκίστικες φωνές για άκρατη παραχολογία που θα υποθηκεύσουν το μέλλον της χώρας για πολλά χρόνια και με περιπέτειες σαν αυτές που περάσαμε από το 2010 και εντεύθεν.

Η ενεργειακή κρίση μπορεί να κρατήσει μήνες, αλλά αν εκτροχιαστεί ξανά η δημοσιονομική πειθαρχία, τότε η γενικότερη οικονομική κρίση μπορεί να κρατήσει χρόνια.