Τους τελευταίους δύο αιώνες, από τότε δηλαδή που συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε κράτος, πορευόμαστε με μια μοναδική στα παγκόσμια χρονικά υποστήριξη από την αρχαία Ιστορία μας. Η αρχαία Ελλάδα είναι η κοιτίδα του Δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατίας κι εμείς υπάρχουμε επειδή υπάρχει αυτή η Ιστορία.
Γι’ αυτό είμαστε στην Ευρωπαϊκή Ενωση – δεν μπορούσε η Ελλάδα να μην είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης αργότερα. Και σίγουρα αυτή η Ιστορία που έχει δημιουργήσει το brand name «Ελλάδα» συνέβαλε καθοριστικά στο να μη μας πετάξουν εκτός Ε.Ε. στη μεγάλη κρίση πριν από μία δεκαετία, παρόλο που αρκετοί από εμάς αφελώς πίστευαν ότι με τη δραχμή θα ήμαστε καλύτερα.

Η αρχαία Ιστορία μας είναι επίσης ο λόγος που μας εκτιμούν οι Κινέζοι, οι Κορεάτες και όλοι οι Ασιάτες, αλλά και μας λατρεύουν οι Βραζιλιάνοι και άλλοι Νοτιοαμερικανοί. Επειδή είμαστε μέλη της Ε.Ε. και επειδή έχουμε αυτό το μοναδικό παρελθόν συμμετέχουμε ισότιμα στη διεθνή σκακιέρα, παρόλο που το μέγεθος της χώρας και οι οικονομικές της επιδόσεις δεν θα μας έβαζαν σε κανένα τραπέζι συζητήσεων. Υπό μια έννοια, αναγκαστικά βρισκόμαστε, όποτε βρισκόμαστε, στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», δεν θα μας έπαιρνε ούτως ή άλλως να είμαστε απέναντι.

Το κακό με εμάς όμως είναι πως νομίζουμε ότι είμαστε όχι μόνο ίσοι, αλλά και ανώτεροι απ’ όλους τους άλλους. Θεωρούμε πως δικαιούμαστε να έχουμε άποψη και μάλιστα πως πρέπει όλοι οι υπόλοιποι, χώρες πολύ μεγαλύτερες και πολύ ισχυρότερες στρατιωτικά, οικονομικά, επιστημονικά, τεχνολογικά, να υιοθετούν αυτά που εμείς υποστηρίζουμε, επειδή «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εκείνοι ήταν πάνω στα δέντρα και έτρωγαν βελανίδια».

Πορευτήκαμε, λοιπόν, έτσι μέχρι σήμερα και ως σεβαστά μέλη μιας σεβαστής ηπείρου, της Ευρώπης, βρισκόμαστε πάντα μέσα στο κλαμπ και ενίοτε «στο πρώτο τραπέζι δίπλα στην πίστα».
Δυστυχώς, φαίνεται ότι αυτά τελείωσαν πια. Η Ευρώπη έχει χάσει τη δύναμή της στο παγκόσμιο σκηνικό, άλλες δυνάμεις έχουν ισχυροποιηθεί πολύ, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, οι λεγόμενες BRICS, έχουν μεγαλύτερο ΑΕΠ από αυτό των G7 συνολικά.

Ιστορικά ζούμε σε μια εποχή όπου οι δημοκρατικές αξίες έχουν χάσει την αίγλη τους, το ίδιο και οι παραδοσιακές συμμαχίες, εθνικιστές και αντιδημοκρατικοί ηγέτες ελέγχουν τις παγκόσμιες ισορροπίες, ενώ ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός κερδίζουν έδαφος και στην Ευρώπη.

Στις ΗΠΑ ο Τραμπ έχει αποφασίσει ότι δεν μπορεί να ασχολείται με τον κάθε μικρό ηγέτη – είπε για τον Μακρόν ότι είναι συμπαθής αλλά δεν έχει ρόλο, είναι αδιάφορος (irrelevant), τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ηγέτες βαριέται ακόμη και να τους μιλήσει στο τηλέφωνο.

Με όποιον ξένο ηγέτη συναντιέται επιδιώκει να κλείσει συμφωνίες, deals, οικονομικού φυσικά αντικειμένου, και αυτό κάνει. Deals με τον Νετανιάχου, deals με τους Σαουδάραβες, deals με τους Κινέζους, deals με τους Ρώσους, όλα είναι σε επίπεδο οικονομικής/εμπορικής συμφωνίας, δεν παίζουν ρόλο ούτε οι ιστορικοί δεσμοί, ούτε η ενιαία ηθική αντίληψη, ούτε οι παρόμοιες πολιτικές αντιλήψεις. Τίποτε από αυτά δεν μετράει πλέον στις διεθνείς ισορροπίες, και αυτό δεν μας συμφέρει.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, η Τουρκία, λόγω μεγέθους και στρατιωτικής – βιομηχανικής ισχύος, αλλά και επειδή έχει έναν ηγέτη που δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν, τον «σουλτάνο» Ερντογάν, διαθέτει προοπτικές για deals με τους Αμερικανούς. Προοπτικές που η Ελλάδα δεν διαθέτει, διότι δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει περισσότερα λεφτά για να κλείσει ένα deal.

Τελικά, λοιπόν, αυτό που συμβαίνει είναι ότι σε έναν νέο κόσμο, σε αυτόν που ζούμε σήμερα, η προσφορά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μας, το ένδοξο παρελθόν μας, οι ιστορικές μας συμμαχίες, οι παλαιότερες επιλογές μας «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. παίζουν μικρότερο ρόλο απ’ ό,τι έπαιζαν.

Το να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε γιατί ο Τραμπ έχει τετ α τετ συνομιλίες με τον «σουλτάνο» Ερντογάν και δεν έχει με τον Μητσοτάκη είναι περιττό. Με τον Ερντογάν μπορεί να κλείσει συμφωνίες, με εμάς όχι. Το αν η σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν είναι στενή ή όχι δεν έχει και μεγάλη σημασία. Εξαρτάται από το τι θα δώσει ο Ερντογάν, από το αν το deal με τον Ερντογάν χαλάει άλλα deals, όπως με το Ισραήλ ή τους Σαουδάραβες. Ο Τραμπ θα πάρει ό,τι μπορεί και θα δώσει όσο μπορεί λιγότερα, αυτή είναι η λογική του, αυτή την τεχνογνωσία έχει ως επιχειρηματίας, αυτό είναι που του δίνει χαρά. Εξάλλου, οι διαθέσεις του Τραμπ έναντι διαφόρων ηγετών έχουν αποδειχθεί ήδη ευμετάβλητες. Ολα τα υπόλοιπα, πολιτισμός, Ιστορία, δημοκρατία, του είναι εντελώς αδιάφορα και βαρετά. Οσον αφορά τη σχέση Ερντογάν – Μητσοτάκη, και αυτή θα κυμαίνεται ανάλογα με το πόσο ισχυρός αισθάνεται ο «σουλτάνος».

Αναγκαστικά, λοιπόν, από την αχλή του μύθου προσγειωνόμαστε στα κράσπεδα μιας σκληρής πραγματικότητας, κι αυτό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε. Δεν μπορούμε πλέον να στηριζόμαστε αποκλειστικά και μόνο σε συμμάχους που είναι πια αδύναμοι ή έχουν άλλες, μεγαλύτερες και διαφορετικές προσδοκίες.
Πρέπει επειγόντως να γίνουμε πιο ανεξάρτητοι, να στηριζόμαστε περισσότερο στα δικά μας πόδια για να επιβιώσουμε αξιοπρεπώς. Πώς θα το κάνουμε αυτό σε έναν κόσμο που καλπάζει τεχνολογικά χωρίς να έχουμε τεχνολογία, πώς θα το κάνουμε αυτό όταν εισάγουμε τα πάντα, μέχρι και τα λεμόνια, όταν δεν έχουμε καμία παραγωγή, όταν οι νέοι μας φεύγουν στο εξωτερικό γιατί δεν υπάρχουν εδώ δουλειές και προοπτικές, όταν η νοοτροπία μας παραμένει κολλημένη στη λογική του πελατειακού κράτους, ενός κράτους διεφθαρμένου που ταΐζει επιλεκτικά τους πολίτες και εκείνοι στέκονται σαν τους νεοσσούς με ανοιχτό το στόμα περιμένοντας να ταϊστούν από το κράτος-πατερούλη;

Φυσικά, το αρχαίο παρελθόν δεν θα μας το στερήσει κανείς, φυσικά οι αρχές της δημοκρατίας και η φιλοσοφία που έφτιαξε τον Δυτικό πολιτισμό δεν θα ξεχαστούν, υπάρχει μάλιστα η ελπίδα ότι αυτά που ζούμε σήμερα, αυτός ο κυνικός κόσμος των deals, θα τελειώσει κάποτε και θα επανέλθουν οι ανώτερες αξίες στον κόσμο – πάντως, αυτό δεν θα συμβεί σύντομα.

Και σε κάθε περίπτωση, για τώρα τουλάχιστον, αυτά δεν μετράνε και πρέπει και εμείς να το πάρουμε απόφαση και να προσαρμοστούμε. Δυστυχώς, όμως, δεν προσπαθούμε καν. Αντί να κάνουμε άλματα προς την ανάπτυξη, ο πολιτικός μας κόσμος μάς κρατάει εγκλωβισμένους σε ατέρμονες και ανούσιες πολιτικές συζητήσεις και στην πελατειακή πολιτική λογική κι εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να αυτοθαυμαζόμαστε και ταυτόχρονα να γκρινιάζουμε επειδή τα πράγματα παγκοσμίως δεν γίνονται όπως πρέπει, δηλαδή όπως νομίζουμε εμείς ότι πρέπει.