Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο της Alpha Bank για την Οικονομία, κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ το 2020 θα διαμορφωθεί σε 102%, που αποτελεί την υψηλότερη τιμή που έχει σημειωθεί στην ιστορία της, ενώ θα σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα, τη διετία 2021-2022. Οι αναλυτές της τράπεζας επισημαίνουν για τη χώρα ότι η άνοδος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ πέρυσι προέκυψε πρωτίστως από τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και δευτερευόντως από το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης. Αντίστοιχα, εκτιμούν ότι η αναμενόμενη πτώση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη διετία 2021-2022, θα προκύψει από την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ τα ονομαστικά επιτόκια θα διατηρηθούν σε επίπεδα χαμηλότερα από το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.

Όσο όμως κι αν η πανδημία πυροδότησε οικονομικά προβλήματα σε όλες τις χώρες και ανέβασε τον πήχη του χρέους, η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ και δύσκολο δρόμο να διανύσει για να απομακρυνθεί από την οικονομική απειλή. Η υγειονομική κρίση λόγω του καθολικού χαρακτήρα των επιπτώσεων σε ισχυρές και μη χώρες άλλαξε -τουλάχιστον προς το παρόν- τα μέτρα και τις αντιλήψεις των Βρυξελλών για τη διαχείριση των οικονομικών προβλημάτων. Ταυτόχρονα, όμως, μετέθεσε χρονικά και τη λεγόμενη επιστροφή της οικονομίας στην κανονικότητα.

Η κληρονομιά της δεκαετούς κρίσης παραμένει έντονη όπως άλλωστε και η επενδυτική καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζεται η χώρα. Δεν αποτελούμε πλέον οικονομική απειλή για την Ευρωζώνη αλλά η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποδίδεται συντηρητικά και με πολλές επιφυλάξεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι:

Η χώρα πορεύεται αξιοπρεπώς στις αγορές και εκδίδει ομόλογα με ελκυστικά επιτόκια επειδή οι επενδυτές μπορούν να τα μεταπωλούν στην ΕΚΤ. Τα προγράμματα επαναγοράς ομολόγων της κεντρικής τράπεζας απαλλάσσουν τους επενδυτές – δανειστές από τον κίνδυνο της χώρας.

Η χώρα εξακολουθεί να μην έχει επενδυτική βαθμίδα. Παρά τα σημαντικά βήματα που έγιναν με τις ανατροπές που έφερε η πανδημία πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι που αποφύγαμε περαιτέρω υποβαθμίσεις.

Ξένες τράπεζες δεν χρηματοδοτούν μεγάλες δουλειές στην Ελλάδα. Το βάρος σηκώνει σχεδόν αποκλειστικά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Το project του Ελληνικού είναι η μεγαλύτερη επένδυση στη χώρα και βασίζεται σε δραστηριότητες που η Ελλάδα αναγνωρίζεται επενδυτικά (τουρισμός, real estate κ.λπ.). Μέχρι στιγμής όμως δεν ακούσαμε το όνομα κάποιας ξένης τράπεζας, πρόθυμης να χρηματοδοτήσει. Το ίδιο ισχύει και για μεγάλα ενεργειακά έργα (που είναι και στη μόδα) ακόμη και για εξαγορές που κάνουν πανίσχυρα private equities.

Είμαστε εν αναμονή επενδυτικός προορισμός, αλλά οι ξένες τράπεζες τα μαζεύουν και φεύγουν, με τελευταίο παράδειγμα την HSBC. Κι όχι μόνον τράπεζες. Η ΑΧΑ έφυγε για άλλα μέρη κι άλλη μια ξένη ασφαλιστική εταιρία αναζητεί αγοραστή για τη θυγατρική της στην Ελλάδα. Πράγματι, είμαστε μικρή αγορά, είναι πολυεθνικές που κάνουν οικονομίες κλίμακας κι αποσύρονται από μικρές αγορές που δεν είναι πολλά υποσχόμενες κ.λπ. Αλλά το ίδιο δεν ίσχυε και πριν από μερικά χρόνια;