Κατά έναν παράδοξο τρόπο είναι η πρώτη φορά που πέρασε μία εβδομάδα και δεν υπήρξε αναταραχή, λόγω διαφωνιών, στον ΣΥΡΙΖΑ. Κάτι πήγε προς στιγμήν να γίνει με την υποψηφιότητα της Αννας Διαμαντοπούλου για τον ΟΟΣΑ, όμως ευτυχώς για τον Αλέξη Τσίπρα οι βουλευτές και τα στελέχη του κατάλαβαν ότι όχι μόνο δεν έχει νόημα, αλλά θα ήταν και λάθος να εμπλακούν σε έναν καβγά για την επιλογή της πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Τελικά η γραμμή που δόθηκε ήταν «δεν μας αφορά αν, όπως είπε ο Ανδρέας Λοβέρδος, συγκυβερνούν η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛ. και οι βουλευτές και τα στελέχη της Χαριλάου Τρικούπη δεν το ξέρουν». Η σύσταση της Κουμουνδούρου προς τους βουλευτές ήταν «αφήστε τους να τσακώνονται για το αν η Διαμαντοπούλου είναι η αρχή ενός νέου κύματος διεύρυνσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη με στελέχη του σημιτικού ΠΑΣΟΚ».

Φυσικά, η γραμμή αυτή ήταν απότοκο και κάποιας ιδιοτέλειας. Αν ξεκινούσε δημόσια αντιπαράθεση για τις διευρύνσεις των κομμάτων, το πιθανότερο είναι κερδισμένος να έβγαινε ο Κυριάκος και όχι ο Αλέξης. Ο πρώτος μετατοπίζεται συνεχώς (και με στελέχη και με θέσεις) προς το Κέντρο χωρίς να συναντά αντιστάσεις από τον σκληρό δεξιό πυρήνα του κόμματός του, ενώ ο δεύτερος βρίσκεται συνεχώς απολογούμενος στην αριστερή μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ για τα ανοίγματα στους πασοκογενείς και την Κεντροαριστερά. Μπορεί η κυβερνητική και κρατική εξουσία να είναι το πλεονέκτημα του Μητσοτάκη στην προσέλκυση κεντρώων και μετριοπαθών πολιτικών και πολιτευτών, όμως η εντύπωση που σχηματίζεται ευρύτερα στην κοινή γνώμη είναι ότι πολιτεύεται με βάση τις ικανότητές τους και τον πραγματισμό. Αντίθετα, η εικόνα των ιδεολογικοπολιτικών συγκρούσεων στον ΣΥΡΙΖΑ για την πασοκοποίηση, τη μετεξέλιξη, την Αριστερά, τη Σοσιαλδημοκρατία και τις οργανωτικές ποσοστώσεις ανάμεσα στους προεδρικούς, στους «53+», στους πασοκογενείς και τους γεφυροποιούς, μόνο αλγεινή εντύπωση προξενεί στους ψηφοφόρους.

Εντονος προβληματισμός

Η λεηλασία του κεντρώου χώρου -και ιδιαίτερα του σημιτικού εκσυγχρονισμού- από τον Μητσοτάκη, εκτός από τα υπαρξιακά προβλήματα που προκαλεί στο ΚΙΝ.ΑΛ., προβληματίζει έντονα τον Αλέξη Τσίπρα και για έναν επιπλέον λόγο. Οι πασοκογενείς και οι σημιτικοί που προσχωρούν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν την ίδια αίγλη και αποδοχή στο επιχειρηματικό, μιντιακό και πανεπιστημιακό κατεστημένο με αυτούς που στρατολογεί ο Μητσοτάκης. Στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης και τις ελίτ εξουσίας ο Χρυσοχοΐδης, η Διαμαντοπούλου, ο Πιερρακάκης υπερέχουν (για λόγους που δεν είναι του παρόντος σημειώματος) έναντι του Μπίστη, της Τζάκρη και του Ραγκούση. Στη Ν.Δ. μπορεί κάποιοι «βαθυγάλαζοι» να δυσθυμούν με τις «πράσινες» μεταγραφές, όμως επειδή η ηγεμονία Μητσοτάκη στη συντηρητική παράταξη είναι τόσο καταλυτική, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος διαμαρτυρίας. Εξ αντανακλάσεως, αυτό φέρνει σε δύσκολη θέση τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης επειδή το αρχηγικό του imperium όχι μόνο αμφισβητείται από την «παλιά φρουρά» της ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο με τους «53+» φίλους του στην (προηγούμενη) Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και γιατί η εικόνα ενός αρχηγού που δεν μπορεί να κάνει ανοίγματα εάν δεν δώσει εξηγήσεις στο αριστερό… δικαστήριο της Κουμουνδούρου μόνο ελκυστική δεν είναι.

Και ως είναι φυσικό, ένας αρχηγός υπό επιτροπεία -«πρώτος μεταξύ ίσων», το λένε με κομψότητα ο Τσακαλώτος, ο Φίλης, ο Σκουρλέτης και όλοι οι άλλοι της αριστερής μειοψηφίας, που βγάζουν φλύκταινες όταν ακούνε για αρχηγικό κόμμα- δεν κερδίζει πόντους στη συνείδηση των πολιτών, αντίθετα, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, χάνει σε δημοφιλία και πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά. Η απίσχναση της εικόνας του στιβαρού ηγέτη, ειδικά στους ταραγμένους, λόγω και κορωνοϊού, καιρούς που ζούμε, έχει ως αποτέλεσμα τη συνολική πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ – σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, κάτω και από το (πολιτικά και εκλογικά) ψυχολογικό όριο, για αξιωματική αντιπολίτευση, του 20%.

Η πτώση των ποσοστών οξύνει τα πνεύματα στην Κουμουνδούρου, καθώς οι ερμηνείες που δίνονται είναι διαφορετικές. Αλλα λένε οι προεδρικοί, άλλα οι «53+», άλλα οι πασοκογενείς. Προφανώς, και για λόγους πολιτικής ιδιοτέλειας, κυρίως όμως γιατί άλλες στοχεύσεις και προτεραιότητες έχει η κάθε ομάδα. Πάντως, όπως παραδέχονται διακεκριμένοι παράγοντες του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, η σχετικά πρόσφατη εκλογική ήττα, ο φόβος του κορωνοϊού που συσπειρώνει τον κόσμο γύρω από την κυβέρνηση και οι εσωκομματικοί εμφύλιοι δεν αρκούν να εξηγήσουν το γιατί «δεν αρέσουμε» που ακούγεται ολοένα πιο συχνά και από περισσότερα χείλη στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η έλλειψη ουσιαστικής αυτοκριτικής για την περίοδο της διακυβέρνησης, η απουσία προγραμματικής εναλλακτικής πρότασης, η ανυπαρξία σοβαρής πολιτικής συμμαχιών, σε συνδυασμό με τον έντονο -έως και απωθητικό σε κάποιες περιπτώσεις- δυϊσμό των στελεχών στην εκφορά του δημόσιου λόγου είναι οι μαύρες τρύπες στις οποίες βυθίζεται, όπως συνομολογούν οι περισσότεροι, η Κουμουνδούρου. Και οι οποίες, είναι λογικό, να επηρεάζουν αρνητικά τη σκέψη και τα συναισθήματα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόσο για συντρόφους του όσο και για την προοπτική γρήγορης ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης του κόμματός του. Μάλιστα, σύμφωνα με τις πληροφορίες συνεργατών του, ο Αλέξης Τσίπρας συμφωνεί με τη γενικότερη εκτίμηση για «τη μεγάλη ζημιά που προξένησε στον ΣΥΡΙΖΑ ο Σταύρος Κοντονής». Εκεί που η αξιωματική αντιπολίτευση περίμενε να κερδίσει από τη δικαστική καταδίκη της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, είδε τελικά να επωφελείται περισσότερο η Ν.Δ. από τη συγκρότηση του ισχυρού δημοκρατικού – αντιφασιστικού κινήματος.

Οι δηλώσεις Κοντονή, οι λάθος χειρισμοί της επικοινωνιακής ομάδας της Κουμουνδούρου, που έπεσε στην παγίδα που της έστησε ο Πέτσας όταν πριν από την απόφαση του δικαστηρίου απέδωσε ευθύνες στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για την ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής, η σύγχυση και η καθυστερημένη αντίδραση για τους ποινικούς κώδικες, το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» συνέθεσαν μια ήκιστα ελκυστική εικόνα για την Κουμουνδούρου. Η ζημιά που προκάλεσε ο Κοντονής, πέραν των δημοκρατικών πολιτών, είναι πολύ μεγάλη και στον χώρο της Αριστεράς. Την γκρίζα εικόνα που σχηματίστηκε για τον ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με τη Χρυσή Αυγή μπορεί ο Τσίπρας να τη χαρακτηρίζει «προσπάθεια δηλητηρίασης της κοινής γνώμης, που όμως απεδείχθη ανυπόστατη», όμως στον προοδευτικό – αντιφασιστικό χώρο, ενισχυμένη από την καταδίκη βγήκε η ελάσσων αντιπολίτευση (ΚΚΕ και ΚΙΝ.ΑΛ.) και όχι η αξιωματική. Και οπωσδήποτε η «κόντρα ρελάνς στον Κοντονή», που επιχειρήθηκε με το πρωτοσέλιδο της «Αυγής», δεν απέδωσε αφού οι εντυπώσεις που δημιούργησε μόνο θετικές δεν ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντιφασιστική ρελάνς μπορεί να μην απέδωσε. Αποδίδει όμως, τουλάχιστον προσώρας, η πατριωτική. Η επιθετική διπλωματία («δυναμική» τη χαρακτηρίζουν ο Αλέξης και οι επί των διπλωματικών υποθέσεων συνεργάτες του) έναντι της Τουρκίας, με αιχμή την πρόταση για «επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια τώρα», ακούγεται με ενδιαφέρον από ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού. Μπορεί σε ορισμένους κύκλους, μεταξύ των οποίων και οι μετριοπαθείς του ΣΥΡΙΖΑ, να αιφνιδιάστηκαν, κάποιοι και να εξοργίστηκαν από τις «πολεμοχαρείς» θέσεις του Τσίπρα, όμως η αλήθεια είναι ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μάλλον κερδίζει στους λεγόμενους «εθνοπατριώτες», που, συγκριτικά με τους «κοσμοπολίτες», είναι πολλοί περισσότεροι, όχι μόνο αριθμητικά αλλά και στο εκλογικό σώμα ειδικά σε περιόδους κρίσης. Ο Αλέξης Τσίπρας υποστηρίζει ότι «όταν ένα δικαίωμα αμφισβητείται de facto, ο μόνος τρόπος να το υπερασπιστείς είναι να το ασκήσεις» και θεωρεί ότι «τώρα είναι η ώρα για επέκταση στα 12 μίλια αρχικά νότια και ανατολικά της Κρήτης και ανάλογα με τις εξελίξεις νοτίως των νησιών μας της Ανατολικής Μεσογείου, δηλαδή της Κάσου, της Καρπάθου, της Ρόδου και του συμπλέγματος του Καστελόριζου». Μάλιστα, αντικρούει τις αιτιάσεις κάποιων, μεταξύ των οποίων και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι θέσεις που εξέφρασε πριμοδοτούν την πολεμική σύγκρουση αντί για τη διπλωματική λύση, λέγοντας ότι ο ίδιος δεν μίλησε για πολεμική αποτροπή στα 12 ναυτικά μίλια, όπως η Φώφη, αλλά για επέκταση της κυριαρχίας της χώρας στα 12 ναυτικά μίλια στην περιοχή που δεν υπάρχει το casus belli – είναι μόνο για το Αιγαίο. Χαρακτηρίζει δε την πρότασή του «τη μόνη ασφαλή μέθοδο να μην εμπλακούμε σε πολεμική σύγκρουση».

Το καλό για τον Τσίπρα είναι ότι σε αντίθεση με το προηγούμενο διάστημα οι «αντιφρονούντες» δεν βγήκαν δημοσίως να δηλώσουν τη διαφωνία τους με τις δηλώσεις του αρχηγού τους για τα Ελληνοτουρκικά. Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους μπορεί να υποστηρίζουν ότι «οι θέσεις του Τσίπρα δεν έχουν συμφωνηθεί στο Πολιτικό Συμβούλιο» και «η απόφαση που ψηφίστηκε δεν λέει αυτά τα πράγματα για τα Ελληνοτουρκικά». Από την πλευρά του Τσίπρα, οι συνεργάτες του λένε ότι «το Πολιτικό Συμβούλιο αποφάσισε λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα διαλόγου και επανέναρξης των διερευνητικών επαφών. Τώρα, με την έξοδο του “Oruc Reis” και τις νέες απειλές Ερντογάν, το κλίμα είναι εντελώς άλλο. Προσθέτουν μάλιστα με νόημα: «Δεν είναι δυνατόν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ζητά την έγκριση κάθε φορά των κομματικών οργάνων για να κάνει μια πολιτική δήλωση και μάλιστα σε σοβαρά θέματα της επικαιρότητας που ενδιαφέρουν τη χώρα και ανησυχούν τους πολίτες».

Ηπιες αντιδράσεις

Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι ο Τσίπρας φρόντισε να διαμηνύσει ότι δεν θα ανεχθεί δημόσια διαφοροποίηση. Και το έκανε, λέγεται, προς όλους. Από τον Φίλη και τον Ευκλείδη μέχρι τον Μπίστη, τον Δανέλλη και τον Χατζησωκράτη, οι οποίοι στα λεγόμενα «εθνικά θέματα» εμφορούνται από ιδέες που περιγράφονται ως ο κοινός τόπος των Λεωνίδα Κύρκου, Κώστα Σημίτη και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ταυτοχρόνως, μέσω των συνεργατών του διευκρίνισε στους συντρόφους του ότι η θέση για επέκταση στα 12 μίλια νότια και ανατολικά της Κρήτης είναι διαχρονικά θέση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είχε ετοιμάσει και σχετικό νομοσχέδιο ο Γιώργος Κατρούγκαλος, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να ψηφιστεί, αφού, εκτός των άλλων, δεν υπήρχε αυτή η εμπρηστική συμπεριφορά του Ερντογάν έναντι της χώρας μας. Και όπως τονίζεται με έμφαση, «η πρόταση για επέκταση στα 12 μίλια σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί με την προτροπή “βυθίσατε το Χόρα” του Ανδρέα Παπανδρέου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1976 ή του Μιλτιάδη Εβερτ στον Κώστα Σημίτη “να κάνει χαρακίρι” για τα Ιμια το 1996».

Είναι ίσως δύσκολο οι μετριοπαθείς του ΣΥΡΙΖΑ να μείνουν με το στόμα κλειστό σε ένα τόσο σοβαρό θέμα που μάλιστα θα βρίσκεται για αρκετό διάστημα στην επικαιρότητα, όμως μέχρι τώρα έχουν άπαντες πειθαρχήσει στην εντολή του αρχηγού. Και κάποιοι έχουν διαμηνύσει ότι επ’ ουδενί πρόκειται να δημοσιοποιήσουν τη διαφωνία τους, αφού γνωρίζουν ότι μετά τον Τσακαλώτο (για τον Μητσοτάκη και το αρχηγικό κόμμα) και τον Κοντονή (για τη Χρυσή Αυγή) μια νέα δημόσια αποδοκιμασία της γραμμής της ηγεσίας (για τα Ελληνοτουρκικά) θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα στην ενότητα και την πολιτικοεκλογική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπροσθέτως, επειδή κατανοούν ότι η εσωκομματική αντιπαράθεση σε ένα σοβαρό και καυτό εθνικό θέμα που αρμόδιος χειριστής είναι η κυβέρνηση και όχι η αξιωματική αντιπολίτευση θα τους φέρει σε δύσκολη θέση στο κόμμα, καθώς οι προτάσεις του Αλέξη Τσίπρα όχι μόνο δεν είναι μειοψηφικές στην κοινωνία, αλλά ενδέχεται να υιοθετηθούν και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, εφόσον τα πράγματα με την Αγκυρα οδηγηθούν σε αδιέξοδο…

Πάντως, ακόμη και αν κάποιοι επώνυμοι διαφωνήσουν -όπως ο Νίκος Φίλης, που θεωρεί ότι η ανάγνωση των Ελληνοτουρκικών από τον Αλέξη Τσίπρα γίνεται με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι το Μακεδονικό και οι Πρέσπες-, η διαφωνία τους αναμένεται να διατυπωθεί με τρόπο που θα καθίσταται μεν γνωστή η άλλη άποψη, αλλά όμως δεν θα μπορεί να εκληφθεί ως υπονομευτική του Τσίπρα και της ενότητας του κόμματος…