Παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα στην ενέργεια οξύνονται και είναι πολύ πιθανό να προκαλέσουν ύφεση στην οικονομία της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να προχωρήσει σε σημαντική αύξηση επιτοκίου για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό. Η άνοδος των τιμών είναι ένα διεθνές φαινόμενο, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε δυσκολότερη θέση και οδηγείται σε αδιέξοδο. Οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται στην Ευρωζώνη, ενώ στις ΗΠΑ ο ρυθμός ανόδου επιβραδύνεται.

Οι διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων που είχαν απογειωθεί, μεταξύ αυτών και τροφίμων, έχουν υποχωρήσει το τελευταίο διάστημα, αλλά ο πληθωρισμός επιμένει, γεγονός που δημιουργεί ανησυχία ότι το φαινόμενο δεν θα εκτονωθεί.

Η Ευρώπη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο «πυρά»: από τη μία πλευρά υποχρεούται να ακολουθήσει τις ΗΠΑ στην αύξηση επιτοκίων, ανάμεσα σε άλλα και για να σταματήσει την κατάρρευση του ευρώ, που κινείται πλέον κοντά ή κάτω από την ισοτιμία του ένα προς ένα με το δολάριο.

Από την άλλη, η Ευρώπη υφίσταται τις διαταραχές στην παροχή ενέργειας, καθώς η Ρωσία χρησιμοποιεί τις εξαγωγές φυσικού αερίου ως μοχλό πίεσης για να σταματήσουν οι οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της.

Φαίνεται, όμως, ότι τα «όπλα» της Ευρώπης δεν είναι αποτελεσματικά. Η νέα αύξηση επιτοκίου κατά 0,75 της μονάδας, παρότι σημαντική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, δεν «σώζει» το ευρώ, ενώ είναι αμφίβολο ότι θα έχει αποτέλεσμα στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, αφού οι αυξήσεις των τιμών προέρχονται κατά κύριο λόγο από το αυξημένο κόστος της ενέργειας.

Η αύξηση του κόστους του χρήματος, όμως, πιέζει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως είναι κατεξοχήν η Ελλάδα και η Ιταλία.

Σε κάποιο βαθμό οι αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ έχουν και χαρακτήρα συμβολικό για να φανεί ότι υπάρχει ετοιμότητα και στιβαρή αντίδραση, προκειμένου να «ξεπλυθεί» η αδράνεια το προηγούμενο διάστημα, όταν ο πληθωρισμός φούντωνε αλλά οι κεντρικοί τραπεζίτες χαρακτήριζαν το φαινόμενο «παροδικό».

Αλλά και στο ενεργειακό μέτωπο τα μέτρα που προωθούνται για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης αποδεικνύονται δαπανηρά, υφεσιακά και εντέλει αναποτελεσματικά. Η περίφημη ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση στην οποία η Ε.Ε. σύρθηκε -λόγω και της πίεσης από τις ΗΠΑ- χωρίς προετοιμασία και χωρίς σχεδιασμό.

Ακόμα και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ επέκρινε πριν από λίγες ημέρες τη στάση της Κομισιόν και της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο θέμα της ενέργειας καθώς και τις αστοχίες της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, που προϋπήρχαν του πολέμου, ενώ εξέφρασε και την ανησυχία του για επερχόμενη φτωχοποίηση και κοινωνικές εντάσεις τους επόμενους μήνες.

Η αγωνία των ευρωπαϊκών ηγεσιών για τον πληθωρισμό δεν έχει βέβαια μόνο οικονομική διάσταση. Ο μεγάλος φόβος είναι η κοινωνική δυσαρέσκεια και το πολιτικό κόστος που προκαλούν οι αυξήσεις των τιμών.

Δεν υπάρχει χειρότερος πολιτικός εχθρός για τις κυβερνήσεις από τον πληθωρισμό, γεγονός που αποτυπώνεται και στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, με διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σε διάφορες χώρες, κατά της ακρίβειας, αλλά και κατά των πολιτικών της Ε.Ε. στην ενέργεια.

Οι πολιτικές ηγεσίες αποδίδουν μεγάλο τμήμα των αντιδράσεων σε εθνικιστικές και ακραίες δυνάμεις ή ακόμα και σε «ρωσικό δάκτυλο», αλλά είναι αναμενόμενο ότι σε περίοδο οικονομικής και κοινωνικής έντασης ενισχύονται ακριβώς τα άκρα και η μισαλλοδοξία.

Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες επιμένουν στη γραμμή που έχουν υιοθετήσει από την αρχή της εισβολής στην Ουκρανία, αλλά εάν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν καταφέρουν να απαντήσουν στα προβλήματα διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι πολίτες ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης, είναι πολύ πιθανό ότι η τελευταία θα μετατραπεί σε πολιτική κρίση.