Είναι απορίας άξιο πώς με τόσα ανοιχτά μέτωπα, ορισμένα εκ των οποίων τα άνοιξαν οι κοινωνικές ανάγκες (ακρίβεια, αγροτικές κινητοποιήσεις) και άλλα από μόνη της η κυβέρνηση προωθώντας το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα (Πανεπιστήμια, Πολεοδομία, Δικαιοσύνη, ομόφυλα κ.λπ.), η αντιπολίτευση από τη μια πανηγυρίζει για το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου περί μειωμένου Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα και από την άλλη αναζητά ποιος θα ήταν εκείνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με πιθανότητες επιτυχίας τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η κραυγαλέα αντίφαση τα λέει όλα.

Οκτώ μήνες τώρα μια ομάδα ευρωβουλευτών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης έκανε συστηματικό λόμπινγκ στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο και τελικά κατάφερε να υιοθετηθεί ένα ψήφισμα που δήθεν πλήττει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά στην ουσία στρέφεται κατά της χώρας.

Πέραν της γνωστής υπόθεσης με τις υποκλοπές, συνέθεσαν μια σειρά από σοβαρά, αλλά άσχετα με το Κράτος Δικαίου γεγονότα, όπως είναι το δυστύχημα στα Τέμπη, το ναυάγιο με τους μετανάστες (το οποίο συνέβη με την υπηρεσιακή κυβέρνηση) και τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, για να τεκμηριώσουν, δήθεν, τον πολιτικό αυταρχισμό της κυβέρνησης και την ταύτιση του Μητσοτάκη με τον Ορμπαν. Και ως κερασάκι στην τούρτα προσέθεσαν τη… λογοκρισία του Τύπου στην Ελλάδα, υποβιβάζοντας την όλη προσπάθεια σε ανέκδοτο. Γιατί ποιος πραγματικά πιστεύει ότι «βάλλεται η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα», σε μια χώρα όπου ο καθένας λέει, γράφει και δημοσιεύει ό,τι θέλει, ακόμη και προφανή ψέματα.

Το κίνητρο των εισηγητών του ψηφίσματος προς τους συναδέλφους τους των υπολοίπων 28 χωρών, προφανώς, δεν ήταν η αγωνία για το επίπεδο της Δημοκρατίας στη χώρα μας. Ηταν η δική τους προσωπική ανησυχία για την επανεκλογή τους, η ανάγκη τους να επιδείξουν κάποιο έργο στην κομματική τους βάση και κυρίως ο πανικός τους από τη συνεχιζόμενη κυριαρχία Μητσοτάκη. Μόνο που πάνω στον οίστρο τους ξέχασαν ότι όλα τα γεγονότα στα οποία επικεντρώνει το ψήφισμα εξελίχθηκαν πριν από τις εκλογές του Ιουνίου του 2023, προβλήθηκαν πλήρως από τα ΜΜΕ (ψηφιακά, ηλεκτρονικά και έντυπα), αξιοποιήθηκαν πολιτικά στον δημόσιο διάλογο, αλλά ουδέν απέφεραν σε ψήφους και σταυρούς. Με αυτή την ατζέντα πήγε ο ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες και τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Ο Τσίπρας έφυγε, ο Κασσελάκης ήρθε, διάσπαση συντελέστηκε, αλλά η πολιτική μανιέρα δεν άλλαξε. Υποθέτω πως οι ευρωβουλευτές που οργάνωσαν αυτό το όνειδος ενδόμυχα πιστεύουν ότι μπορεί να μη σώθηκε το κόμμα τους, αλλά αυξάνουν τις πιθανότητες να επανεκλεγούν οι ίδιοι. Παρά τη στήριξη που τους παρείχαν οι ιδεολογικοί συνοδοιπόροι τους στην Ευρωβουλή με την υιοθέτηση του ψηφίσματος, είμαι βέβαιος ότι κάνουν λανθασμένες εκτιμήσεις. Για τον απλούστατο λόγο ότι το πρόβλημά τους δεν είναι ο Μητσοτάκης, αλλά οι ίδιοι. Είναι κατάντια ένας εκλεγμένος εκπρόσωπος της χώρας στην Ευρωβουλή να ζητά την περικοπή της χρηματοδότησης προς την πατρίδα του και τον λαό της επειδή θέλει να πλήξει τον πολιτικό του αντίπαλο.

Η κυβέρνηση έχει προβλήματα, κάνει λανθασμένες επιλογές και αγνοεί τις ουσιαστικές ανάγκες της κοινωνίας. Αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν πείσει ότι «μπορούν καλύτερα από τον Μητσοτάκη», το πολιτικό τοπίο θα ήταν εντελώς διαφορετικό αυτή τη στιγμή.

Κασσελάκης, Ανδρουλάκης, Τσίπρας κ.ά. είχαν και έχουν την ευκαιρία τους. Αν έχουν κάτι καλύτερο να πουν στους αγρότες, στους φοιτητές, στους καταναλωτές, ας το κάνουν επιτέλους. Αν δεν έχουν, θα ήταν χρήσιμο να πάνε όλοι μαζί στη συζήτηση της προσεχούς Τρίτης μήπως και ανακαλύψουν κάποιον καλύτερο αντίπαλο για τον Μητσοτάκη.