Η κυβέρνηση διάβαζε καταλόγους από παροχές και βοηθήματα και η αντιπολίτευση τα συνέκρινε με αυτά που η ίδια σωρηδόν μοίραζε προεκλογικά. Γίνεται πάλι το ίδιο λάθος: εφαρμόζουμε τις πολιτικές παροχών που μας έφεραν στην τελευταία κρίση η οποία, σημειωτέον, δεν έχει τελειώσει ακόμα.

Η νέα διακυβέρνηση δεν έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη αλλαγής του καταναλωτικού προτύπου στη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, από τη χρονιά που γίναμε δεκτοί στην Ευρωζώνη έχουμε την υψηλότερη ροπή προς την κατανάλωση μεταξύ όχι μόνο όλων των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, αλλά και των 28 της Ε.Ε. Η απόστασή μας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει επί της ουσίας σταθερή, περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς η δική μας ροπή προς την κατανάλωση είναι γύρω στο 90% και των Ευρωπαίων κοντά στο 80%.

Επομένως, η ακαθάριστη αποταμίευση βρίσκεται τις δύο τελευταίες δεκαετίες στο 10%, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στον αναπτυγμένο κόσμο βρίσκεται στο 25%. Ακόμα χειρότερα, η καθαρή αποταμίευση (χωρίς τις αποσβέσεις κεφαλαίου) έχει καταστεί αρνητική από το 2005, αλλά μετά το 2010 το κενό δεν μπορούσε πλέον να καλυφθεί από δανεισμό κι έτσι δημιουργήθηκε μια μείωση στο φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας της τάξεως των 100 δισ. ευρώ.

Το ζητούμενο είναι μια νέα οικονομική στρατηγική που θα οδηγήσει σε ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως έγινε το 1953 με την πολιτική Μαρκεζίνη (υποτίμηση της δραχμής και απελευθέρωση των εισαγωγών), με την οποία η ελληνική οικονομία πορεύθηκε επιτυχώς επί 30 συναπτά έτη, αφού η επόμενη υποτίμηση έγινε το 1983 από τον Γεράσιμο Αρσένη. Η μόνη συνεκτική οικονομική στρατηγική για τη χώρα έχει αρθρωθεί από τον Νίκο Χριστοδουλάκη, ο οποίος έχει προτείνει μια σειρά από βαθιές μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν τον δρόμο για τη δραστική μείωση των πλεονασμάτων, ούτως ώστε να βρεθούν πόροι για την εντατική προώθηση των παραγωγικών επενδύσεων και της παραγωγικής απασχόλησης, για να αποκτήσει η Ελλάδα κύρος και παρουσία στις διεθνείς αγορές. Η δεύτερη δέσμη προτάσεων στοχεύει στη σταδιακή αύξηση της εθνικής αποταμίευσης με τη δημιουργία Ταμείου Εθνικού Πλούτου.

Για τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις έχουν γραφτεί πολλά ουκ ολίγες φορές, αλλά, δυστυχώς, το πολιτικό σύστημα έχασε τις αλλεπάλληλες ευκαιρίες της δεκαετούς περιόδου των μνημονίων για να υλοποιήσει μια στρατηγική επανίδρυσης της χώρας. Η έμφαση στο σημείωμα αυτό είναι στον στόχο της αύξησης της εθνικής αποταμίευσης ούτως ώστε α) να βρεθούν πρόσθετοι πόροι για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, β) να βρεθούν πόροι για την επαναγορά της δημόσιας περιουσίας που πωλήθηκε αντί πινακίου φακής την τελευταία δεκαετία και γ) να αυξηθούν οι δυνατότητες εσωτερικού δανεισμού και να μειωθεί η ιστορική εξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό δανεισμό.

Στις σύγχρονες κοινωνίες η λειτουργία της αποταμίευσης συντελείται με συστηματικό τρόπο μέσα από τα προγράμματα ασφάλισης για τους κινδύνους του κύκλου ζωής. Πρόκειται για τη θεσμική αποταμίευση, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για τη χρηματοδότηση της εθνικής οικονομίας, ενώ δημιουργεί θετικά αντανακλαστικά και στους υποψήφιους ξένους επενδυτές.

Ο μόνος τρόπος για την ταχεία και μεγάλη αύξηση της θεσμικής αποταμίευσης είναι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος με την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, όπως έχει συμβεί στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ενα κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων, με εισφορές 6% ετησίως, θα οδηγήσει στην πρώτη δεκαετία σε συσσώρευση αποθεματικών που θα προσεγγίσουν τα 50 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2060 αναμένεται να φτάσουν στα 400 δισ. ευρώ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα αποθεματικά αυτά θα αντιστοιχούν στο 25% το 2030 και στο 67% το 2060. Στις χώρες της Ευρώπης όπου λειτουργούν τέτοια συστήματα συντάξεων, τα μέσα επίπεδα αποθεματικών κινούνται μεταξύ 50% και 120% του ΑΕΠ.

Πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιηθεί και στη χώρα μας πως η μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων δεν μπορεί να γίνεται με μοναδικό κριτήριο την εξαγορά εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων και ότι θα πρέπει πλέον να θεσπίσουμε ένα βιώσιμο σύστημα που θα εδραιώσει τη θεσμική αποταμίευση ως την κύρια μέθοδο αποταμίευσης στην ελληνική κοινωνία, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες.

Ο συνδυασμός της μείωσης των ετήσιων πλεονασμάτων, τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος συντάξεων και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων μπορούν κάλλιστα να εξασφαλίσουν τα 15 δισ. ευρώ που απαιτούνται, κατ’ ελάχιστον, για τη χρηματοδότηση των ετήσιων επενδύσεων μέχρι τουλάχιστον το 2030. Στην περίπτωση που συμβεί αυτό, ο ρυθμός ανάπτυξης θα ανέλθει στο 4%, η ανεργία θα μειωθεί στο 7,5% και η σχέση χρέους και ΑΕΠ θα πέσει κάτω από το 100% πριν από το 2030. Αυτή είναι και η μόνη επιλογή που έχει η χώρα για να αποφύγει το μόνιμο οικονομικό τέλμα και την πλήρη διάλυση.

Επιπλέον, η συσσώρευση των αποθεματικών του δημόσιου συστήματος συντάξεων θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να μετατρέψει το εξωτερικό δημόσιο χρέος σε εσωτερικό και, επομένως, για πρώτη φορά στην ιστορία της να μην είναι εξαρτημένη από τους δανειστές. Η απαιτούμενη συναίνεση των πολιτικών κομμάτων είναι απαραίτητη διότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ενδεχομένως επιθυμητό από τους δανειστές.