Η φωτογραφία του Ανδρέα Λοβέρδου στο Μέγαρο Μαξίμου είναι ένα πολιτικό σήμα του Κυριάκου Μητσοτάκη με αποδέκτες την κοινή γνώμη, αλλά και τα «εντός» της Νέας Δημοκρατίας στελέχη και ψηφοφόρους
Αυτή η κίνηση δεν εμφανίστηκε σε κενό πολιτικού χώρου. Στη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος υπάρχουν ήδη πρόσωπα με μακρά ιστορία ή ρίζες στο ΠΑΣΟΚ, από τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τον Γιώργο Φλωρίδη ως τη Λίνα Μενδώνη, τον Κυριάκο Πιερρακάκη, τον Ακη Σκέρτσο και τον Θοδωρή Λιβάνιο. Η νέα «μεταγραφή» δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ενσωμάτωσης κεντρώων στελεχών και ότι το άνοιγμα δεν είναι απλώς επικοινωνιακό τρικ, αλλά πολιτική και οργανωτική επιλογή.
Οι μετακινήσεις προσώπων μεταξύ κομμάτων δεν είναι καινούριο φαινόμενο στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Εχουν ιστορική συνέχεια και αποτελούν εργαλείο πολιτικής προσαρμογής και κομματικής επέκτασης. Ειδικά σήμερα, όπου το περιβάλλον είναι πιο απαιτητικό, οι ψηφοφόροι έχουν μετατοπιστεί, οι «ταυτότητες» είναι πιο ρευστές, ο παραδοσιακός πολιτικός άξονας Αριστερά – Δεξιά έχει ξεπεραστεί, η κόπωση της κυβέρνησης είναι εμφανής και η τρίτη θητεία απαιτεί νέα πρόσωπα, μέσα και ιδέες για να επιτευχθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, η ενσωμάτωση από την κεντροδεξιά κυβέρνηση πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ αποκτά πρακτικό νόημα. Γεμίζει κενά σε συγκεκριμένες εκλογικές ή κυβερνητικές λειτουργίες και προσεγγίζει μετριοπαθή ακροατήρια που δύσκολα πείθονται από «καθαρά» γαλάζια επιχειρήματα. Πιστεύω ότι ουσιώδες στοιχείο της εκλογικής επιτυχίας του Μητσοτάκη ήταν και παραμένει το «Κίνημα των Κυριακίστας». Δηλαδή όλοι εκείνοι, ψηφοφόροι και στελέχη, που αυτομόλησαν μετά την καταστροφή του ΠΑΣΟΚ από τον Γιώργο Παπανδρέου, δεν εμπιστεύτηκαν τον Αλέξη Τσίπρα και είδαν ελπίδα στο μετριοπαθές πρόσωπο του Κυριάκου.
Πολιτικά και αριθμητικά η Κεντροδεξιά από μόνη της δεν είναι αρκετή για να κερδίσει την εξουσία – και πολύ περισσότερο να τη διατηρήσει για τρίτη διαδοχική θητεία. Η δυναμική εξαντλείται γρήγορα, η πολιτική πρόταση δεν ανανεώνεται, οι κοινωνικές προσδοκίες δεν ικανοποιούνται ή η κόπωση της εξουσίας γίνεται μετρήσιμη. Ενα κόμμα που στηρίζεται αποκλειστικά στη συσπείρωση της δεξιάς βάσης περιορίζει το πεδίο του και δύσκολα μπορεί να αντέξει σε βάθος χρόνου χωρίς να καλύψει το Κέντρο και τους αναποφάσιστους.
Από την άλλη πλευρά, η ανησυχία και ο θυμός της παραδοσιακής βάσης της Ν.Δ. και της «παλιάς φρουράς» των στελεχών είναι απολύτως κατανοητά. Η ανησυχία δεν είναι μόνο συναισθηματική, είναι και πολιτική. Φοβούνται αλλοίωση του ιδεολογικού πυρήνα, διολίσθηση σε «ελαφρό» Κέντρο, αποδυνάμωση των δομών των τοπικών οργανώσεων. Ο θυμός πηγάζει από το ότι οι διευρύνσεις συχνά συνοδεύονται από γρήγορη αναβάθμιση προσώπων που «δεν πάλεψαν» στις γραμμές του κόμματος όταν τα πράγματα ήταν δύσκολα.
Οι χθεσινοί αντίπαλοι δεν γίνονται εύκολα αποδεκτοί ως σημερινοί συνοδοιπόροι, ακόμη και αν έχουν αλλάξει ιδεολογικά. Αυτή η αντίδραση είναι θεμιτή και χρήσιμη ως φρένο στην απρογραμμάτιστη ενσωμάτωση. Μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός αυτορρύθμισης για κανόνες «εισόδου», αξιολόγηση επιδόσεων και διαφάνεια στις αποφάσεις που θα μετριάσουν τις αιτιάσεις και θα προστατεύσουν τη συνοχή. Η λύση είναι στην ισορροπία. Δηλαδή η διεύρυνση προς το Κέντρο να συνοδεύεται με αντίστοιχη ενίσχυση της δεξιάς πτέρυγας, όχι για να «αποκατασταθούν ισορροπίες» ως διακοσμητικό στοιχείο, αλλά για να διατηρηθούν η χημεία, οι αρχές και η λειτουργικότητα του συνόλου.
Στο ερώτημα, λοιπόν, πόσο ΠΑΣΟΚ χωράει ακόμη στη Ν.Δ., η απάντηση είναι ότι χωράει τόσο όσο χρειάζεται για να ενισχυθεί η κυβερνητική ικανότητα και να καλυφθεί πολιτικά το Κέντρο, μέχρι του σημείου που δεν θα κινδυνεύει με αλλοίωση ο πυρήνας της παράταξης. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής θα κριθεί από την επιλογή προσώπων, την ιδεολογική ταύτιση και την ικανότητα της ηγεσίας Μητσοτάκη να μετατρέψει τις ΠΑΣΟΚικές αφίξεις σε προστιθέμενη αξία και όχι σε ένα βάρος από πολιτικά «ρετάλια». Με λίγα λόγια, σημασία έχει η ποιότητα, όχι ο αριθμός. Το ποιοι, όχι το πόσοι.
Η πολιτική διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας είναι εργαλείο και, όπως κάθε εργαλείο, αποδίδει όταν χρησιμοποιείται με μέτρο και σχεδιασμό. Αν γίνει αυτοσκοπός ή πολιτική εμμονή, γρήγορα θα μετατραπεί σε βάρος για την παράταξη που το χρησιμοποίησε. Η Ν.Δ. μπορεί και πρέπει να ανοίγεται προς το Kέντρο όσο αυτό υπηρετεί την κυβερνητική ικανότητα και την εκλογική βιωσιμότητα. Αν, όμως, η διεύρυνση γίνει για την «εικόνα» και τις επιπόλαιες ισορροπίες, τότε το πολιτικό κόστος θα υπερβεί το όφελος. Τα πέραν της Ν.Δ. δεξιά κόμματα μπορούν τώρα εύκολα να της κάνουν τη ζημιά.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.