Η πολιτική αξιοποίηση του κυβερνητικού λάθους κορυφώθηκε την εβδομάδα που πέρασε με πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υποθέτω, ο Αλέξης Τσίπρας διάλεξε αυτή τη χρονική συγκυρία για να ρίξει το τελευταίο ισχυρό χαρτί που κρατούσε στα χέρια του, εκτιμώντας ότι δεν έχει κάτι άλλο να περιμένει και θεωρώντας πως μέχρι τις κάλπες μπορεί να προχωρήσει στη μόχλευση των υποκλοπών για να αποκομίσει κομματικά οφέλη.

Μήνες τώρα, γνώριζε με ακρίβεια τι είχε συμβεί και οργάνωνε όσο μπορούσε καλύτερα το σχέδιό του, για να δημοσιοποιήσει τα ονόματα, να αποφύγει τα νομικά μπλόκα της κυβέρνησης και κυρίως να παγιδεύσει τον πρωθυπουργό. Προφανώς είχε πληροφορηθεί τα ονόματα και είχε μεθοδεύσει με τον Ράμμο της ΑΔΑΕ το σχέδιο της δημοσιοποίησης. Η υπόθεση είχε πάρει τον δρόμο της και ήταν φανερό πως οι προσπάθειες της κυβέρνησης να σταματήσει τις αποκαλύψεις θα ήταν ατελέσφορες.

Ο Τσίπρας λοιπόν τα έκανε όλα, αλλά δεν νομίζω να είναι ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, πιστεύω ότι προσδοκούσε περισσότερα από όσα δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις και μάλιστα από τις εταιρείες εκείνες που συνήθως ευνοούν τον ΣΥΡΙΖΑ με τους υπολογισμούς τους. Αν η ιστορία των υποκλοπών δεν άλλαξε το πολιτικό τοπίο, δεν έφερε τα πάνω-κάτω, τον ΣΥΡΙΖΑ μπροστά και τη Ν.Δ. πίσω, τότε πότε περιμένουν στην Κουμουνδούρου να γίνει αυτό; Τα γκάλοπ είναι ο ένας δείκτης και τα αντανακλαστικά της κοινωνίας ο άλλος.

Υπάρχει πράγματι κάποιος που πιστεύει ότι ο Τσίπρας έχει «ρεύμα ανόδου» μόλις 70 ημέρες πριν από τις εκλογές; Κι αν το πιστεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον κάνουν λάθος, όπως τον Μάιο του 2019. Αν δεν το πιστεύουν, τότε πρέπει να αναζητήσουν τα αίτια της αποτυχίας στο κυβερνητικό παρελθόν, στην πλήρη αδυναμία ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, στην εμμονή σε πολιτικές θέσεις ξεπερασμένες και μειοψηφικές που δεν αγγίζουν το συντριπτικό μέρος του εκλογικού σώματος.

Με βάση τα ιστορικά δεδομένα των προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων και κριτήριο τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, όλων των αποχρώσεων, το 85% των πολιτών έχει ήδη αποφασίσει τι θα ψηφίσει και δεν πρόκειται να αλλάξει. Απομένει το υπόλοιπο, περίπου 15%, το οποίο μπορεί να το σκέφτεται μέχρι να φτάσει στην κάλπη και θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής, τη σειρά της δεύτερης Κυριακής, την αυτοδυναμία του ενός ή τη συνεργασία δύο ή και περισσοτέρων κομμάτων. Εχω τη βεβαιότητα πως αυτό το τμήμα των συμπολιτών μας, αν ήταν να αποφασίσει τι θα ψηφίσει με γνώμονα τις υποκλοπές, θα το είχε ήδη κάνει.

Αν δεν πείσθηκε μέχρι προχθές, τι να περιμένει από δω και πέρα; Την πόλωση και το τοξικό προεκλογικό κλίμα; Αυτά μπορούν να συσπειρώσουν και να φανατίσουν τη βάση ενός κόμματος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα παρασύρουν τον νηφάλιο, ψύχραιμο και προβληματισμένο πολίτη να αποφασίσει. Αντίθετα, η οικονομία, η ακρίβεια, η ανεργία, η δυναμική των κομμάτων, η προοπτική, η σταθερότητα του συστήματος, το προσωπικό κεφάλαιο του καθενός εκ των πολιτικών αρχηγών μπορεί να αποτελέσουν κριτήριο για τους αναποφάσιστους. Για παράδειγμα έχει μεγαλύτερη σημασία πόσοι τελικά πήραν αύξηση στις συντάξεις και λιγότερη αν παρακολουθούσε η ΕΥΠ τον αρμόδιο υπουργό.

Οι υποκλοπές είναι τεράστιο θέμα δημοκρατίας, αλλά η κοινωνία έχει άλλες προτεραιότητες. Εκεί θα δοθεί η μάχη των κομμάτων και νομίζω πως σ’ αυτούς τους κρίσιμους τομείς ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το κυβερνητικό πρόγραμμα της Ν.Δ. υπερτερούν αισθητά. Οχι με τη λογική των υποσχέσεων, αλλά με γνώμονα τη σοβαρότητα, τον ρεαλισμό και την αξιοπιστία. Η εποχή δεν σηκώνει ούτε τον λαϊκισμό, ούτε τις ακραίες φωνές. Επαναλαμβάνω πως η μεγαλύτερη απειλή για την κυβερνητική παράταξη είναι οι απογοητευμένοι πρώην ψηφοφόροι της, οι οποίοι δεν έχουν πού αλλού να πάνε, αλλά μπορεί να μείνουν σπίτι τους. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο καταστροφικό για τη Ν.Δ.