Ανάμεσα στους ανιστόρητους ισχυρισμούς και τις παρανοϊκές απειλές που υιοθετεί, όλο και πιο συχνά, η τουρκική ηγεσία απέναντι στη χώρα μας, εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση δεν είναι ούτε το «θα έρθουμε νύχτα», ούτε «η αποζημίωση για τη Μικρασιατική Καταστροφή», ούτε καν ότι «η Ελλάδα έχει καταλάβει τα νησιά». Το πιο νέο και μυστηριώδες σε αυτό το γαϊτανάκι των δηλώσεων και των προκλήσεων είναι πως «η Ελλάδα είναι πιόνι των ΗΠΑ» και ότι «η κυβέρνηση στην Αθήνα παίζει το παιχνίδι των άλλων»

Οι αναφορές αυτές είναι ενταγμένες στη συνολική επικοινωνιακή τακτική του Ταγίπ Ερντογάν και των στενών συνεργατών του. Επαναλαμβάνονται με διαφορετικά λόγια σε τακτά χρονικά διαστήματα, υποκρύπτουν τεράστιο ενδιαφέρον και επιδέχονται πολλών ερμηνειών. Καταρχάς ο Τούρκος πρόεδρος, υποθέτουμε, εκτός των ΗΠΑ, τις οποίες κατονόμασε, εννοεί και την Ευρωπαϊκή Ενωση, το Ισραήλ και τις περισσότερες από τις αραβικές χώρες. Ολους αυτούς που είναι «απέναντί» του αυτή τη στιγμή. Δεδομένης της εμμονής του εναντίον της χώρας μας, μοιάζει στρατηγικά, πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά δυσεξήγητο το γεγονός ότι βάζει απέναντί του όχι την Ελλάδα μόνη, αλλά στην ουσία ολόκληρη την Δύση και τους συμμάχους της. Δηλαδή αντί να διασπά τους «αντιπάλους», τους ομαδοποιεί.

Δεκαετίες τώρα, ουσιαστικά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Αγκυρα και Αθήνα «έπαιζαν στο ίδιο γεωπολιτικό γήπεδο», δηλαδή του ΝΑΤΟ και της Δύσης. Και από αυτή την αντιπαράθεση κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Τουρκία βγήκε ζημιωμένη σε σχέση με την Ελλάδα. Το αντίθετο, εξελίχθηκε στο «αγαπημένο παιδί» των ΗΠΑ και με αποκορύφωμα την εισβολή στην Κύπρο ενθαρρύνθηκαν οι προκλητικές διεκδικήσεις σε βάρος της χώρας μας. Ηταν ένα παιχνίδι που η τουρκική διπλωματία γνώριζε να το παίζει καλά. Το ερώτημα είναι γιατί ο Ερντογάν αποφάσισε να αλλάξει και αν αυτό αποτελεί μια στρατηγική επιλογή ή έναν τακτικό ελιγμό, μια μπλόφα με ημερομηνία λήξης.

Οι αυστηρές προϋποθέσεις που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ενωση στην ένταξη της Τουρκίας αποθάρρυναν τον Ερντογάν και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 λειτούργησε καταλυτικά. Σταδιακά ο προσανατολισμός άλλαξε και αν κρίνουμε από τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, η Τουρκία βρίσκεται πιο κοντά στη Ρωσία παρά στις ΗΠΑ και τη Δύση. Προχθές Πούτιν και Ερντογάν συναντήθηκαν στη Σαμαρκάνδη, στο κέντρο της Ασίας, και για μία ακόμη φορά τα «βρήκαν» σε όλα. Θα εξάγουν… από κοινού αέριο και πετρέλαιο και βεβαίως η Μόσχα θα πληρώνεται σε ρούβλια. Από την αρχή του πολέμου η Αγκυρα έχει την πιο υποστηρικτική στάση, απ’ όλες τις ώρες του ΝΑΤΟ, προς τη Ρωσία και η τουρκική Κεντρική Τράπεζα γεμίζει με δισεκατομμύρια δολάρια που στέλνουν με την καθοδήγηση Πούτιν οι κυνηγημένοι στη Δύση ολιγάρχες. Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ εξακολουθούν να κρατούν στον «πάγο» τον εκσυγχρονισμό των F-16 και την πώληση των F-35, οι Ευρωπαίοι σκληραίνουν κάθε τόσο τη στάση τους και ο Ερντογάν εξακολουθεί να απειλεί με το Μεταναστευτικό.

Σε αυτή τη συγκυρία ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να έπαιξε σωστά τα χαρτιά του. Οι εξελίξεις απέδειξαν ότι η «διεθνής απομόνωση Ερντογάν» ισχύει σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά τη Δύση. Αν εξαιρέσουμε τις συνήθεις φιλοτουρκικές κορόνες του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, ποτέ στο παρελθόν ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είχαν τοποθετηθεί με τόση αμεσότητα και σαφήνεια υπέρ των ελληνικών θέσεων σε κάθε τουρκική πρόκληση. Και αυτή η στήριξη αποκτά ιδιαίτερη αξία όταν προσλαμβάνει και στρατιωτική έκφραση. Η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, οι δεσμεύσεις της Γαλλίας και η πυκνή παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα στέλνουν ένα καθαρό μήνυμα προς την Τουρκία.

Παρά τους λεονταρισμούς του Ερντογάν, σε αυτή τη φάση δεν νομίζω ότι η Τουρκία συνιστά άμεση απειλή για τη χώρα μας. Θεωρώ όμως πιθανό το επόμενο διάστημα η Ελλάδα να κληθεί να αποφασίσει ποια Τουρκία προτιμά: εκείνη που έχει δυτικό προσανατολισμό ή εκείνη της Σαμαρκάνδης; Δηλαδή εκείνη του δήθεν συμμάχου ή του αντιπάλου; Οταν το ίδιο δίλημμα τέθηκε, με άλλη μορφή, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, δεν καταφέραμε να απαντήσουμε καθαρά. Ελπίζω αυτή τη φορά να διαλέξουμε εκείνο που εξυπηρετεί καλύτερα τα εθνικά μας συμφέροντα.