Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Στην Ελλάδα, η παρουσία των πρώην πρωθυπουργών ουδέποτε περιορίστηκε στην πολιτική ιστορία. Από τις οικογενειακές δυναστείες μέχρι τις κυβερνητικές ισορροπίες, οι πρώην ηγέτες είχαν πάντα λόγο και επιρροή στα τεκταινόμενα. Ωστόσο, σήμερα η ανάμειξή τους έχει λάβει σχεδόν σουρεαλιστικές διαστάσεις, μετατρέποντας το πολιτικό σκηνικό σε ένα πεδίο ανοιχτών ή υπόγειων αντιπαραθέσεων με τους εκάστοτε διαδόχους τους.

Στη Νέα Δημοκρατία, για παράδειγμα, οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς, έχουν μετατραπεί στους πιο σκληρούς επικριτές της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι δημόσιες διαφοροποιήσεις τους δεν περιορίζονται σε διακριτικές αποστάσεις: είναι ευθείες, συχνές και πολιτικά ηχηρές. Και ενώ κάποτε ο σεβασμός προς τον εκάστοτε αρχηγό του κόμματος θεωρούταν αυτονόητος, σήμερα οι δύο πρώην πρωθυπουργοί μοιάζουν να έχουν αναλάβει τον ρόλο μιας άτυπης εσωτερικής αντιπολίτευσης. Άλλοτε με αποχές από κομματικές εκδηλώσεις, άλλοτε με δηλώσεις που στέλνουν σαφή μηνύματα, κόβουν κάθε γέφυρα επικοινωνίας και επιβεβαιώνουν ότι οι πληγές στο εσωτερικό του κόμματος παραμένουν ανοιχτές.
Στο ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Παπανδρέου παραμένει επίσης ενεργός θεατής των εξελίξεων. Αν και απέφυγε να πάρει δημόσια θέση κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εσωκομματικών εκλογών, η στάση του αδελφού του, Νίκου Παπανδρέου, υπέρ του Χάρη Δούκα και απέναντι στον Νίκο Ανδρουλάκη, μίλησε από μόνη της. Ο πρώην πρωθυπουργός δεν χρειάστηκε να πει πολλά – η σιωπή του αρκούσε για να δείξει τη διακριτική αλλά υπαρκτή διαφωνία του με τη σημερινή ηγεσία.
Το ερώτημα που γεννάται είναι ποιο είναι το κίνητρο όλων αυτών των παρεμβάσεων. Τι επιδιώκουν σήμερα οι πρώην; Ο Κώστας Καραμανλής, που επί χρόνια τηρούσε σιωπή σχεδόν μοναστική, επανέρχεται επιλεκτικά σε κρίσιμες στιγμές. Ο Αντώνης Σαμαράς, από την άλλη, δεν κρύβει ποτέ τις διαφωνίες του με τον Μητσοτάκη και προβάλλει σταθερά έναν διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό – ακόμα και προ της διαγραφής του. Οι φήμες που τους θέλουν να διεκδικούν τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας κυκλοφορούν εδώ και καιρό. Ωστόσο, μια συντονισμένη επιδίωξη δεν φαίνεται πιθανή – άλλωστε ο ένας αποκλείει τον άλλον σε μια τέτοια προοπτική. Μήπως πρόκειται για μια απόπειρα υπεράσπισης του «παραδοσιακού» πολιτικού DNA του κόμματός τους; Ίσως. Το βέβαιο είναι ότι οι παρεμβάσεις τους δεν αφήνουν ανεπηρέαστο το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας.
Στην άλλη όχθη του πολιτικού φάσματος, ο Αλέξης Τσίπρας ακολουθεί τη δική του τροχιά. Αποχωρώντας από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, βλέπει πλέον το κόμμα που ο ίδιος συνέθεσε από ετερόκλητες δυνάμεις να διαλύεται σε μικρότερα σχήματα. Ενώ ο ίδιος έδειξε επί δυο χρόνια να προτιμά μια φάση «πολιτικής σιωπής», τώρα περιοδεύει στην Ελλάδα, δίνει διαλέξεις για την οικονομία και ετοιμάζει το βιβλίο του, το οποίο αναμένεται να λειτουργήσει ως απολογισμός και επαναπροσδιορισμός της δημόσιας εικόνας του. Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι προετοιμάζει το έδαφος για ένα πιθανό πολιτικό comeback – είτε με νέο κόμμα είτε με διαφορετικό ρόλο.
Όπως κι αν έχει, οι πρώην πρωθυπουργοί εξακολουθούν να καθορίζουν την πολιτική ατζέντα περισσότερο από όσο θα ήθελαν οι νυν. Η παρουσία τους, άλλοτε εμφανής και άλλοτε διακριτική, λειτουργεί σαν διαρκής υπενθύμιση της ισχυρής επιρροής που ασκούν στο εκλογικό σώμα και στις κομματικές ισορροπίες. Το άλλο ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: είναι η έντονη δραστηριότητα των πρώην που καθιστά τους σημερινούς ηγέτες ευάλωτους ή μήπως η αδυναμία των σημερινών ηγεσιών είναι εκείνη που δίνει χώρο και φωνή στους προκατόχους τους;
Ίσως τελικά η απάντηση να βρίσκεται κάπου στη μέση. Σε μια χώρα όπου η πολιτική είναι βαθιά προσωποκεντρική και οι ηγεσίες κουβαλούν βαριές πολιτικές παρακαταθήκες, οι πρώην δεν αποσύρονται ποτέ πραγματικά. Απλώς αλλάζουν ρόλο – από πρωταγωνιστές, γίνονται σχολιαστές, διαμορφωτές και, ενίοτε, σκιώδεις παράγοντες της επόμενης ημέρας.
Το άλλο μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν πρέπει οι πρώην πρωθυπουργοί να παρεμβαίνουν τόσο πολύ και να κάνουν τόσο εμφατική την παρουσία τους. Ας πάμε ξανά στα βασικά: Ως χώρα έχουμε ένα θέμα με τους πρώην και προφανώς οι πρώην έχουν διάφορα δικά τους θέματα, με κοινό χαρακτηριστικό ότι μάλλον δεν ξέρουν να χάνουν. Πιθανώς δεν έχουν καταλάβει και τι σημαίνει η λέξη «πρώην», π.χ. ότι πρώην πρωθυπουργός σημαίνει αυτός που ήταν παλιά, αλλά δεν είναι πια – elementary, my dear Watson. Δηλαδή, δεν αποδέχονται πως ο λαός τους απέρριψε και επέλεξε άλλους στη θέση τους -για όσα έκαναν ή δεν έκαναν- και πως άλλοι στη θέση τους πρέπει να κάνουν τη δουλειά τώρα και να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία, που τελικά, χωρίς καμία αμφιβολία, θα τους οδηγήσει μελλοντικά και αυτούς στη θέση των πρώην.
Αυτή είναι η μία εκδοχή, η οποία κουβαλά μια αλήθεια. Η δική μου άποψη, όμως, είναι πως πρέπει να διατηρούμε προσδοκίες από τους πρώην πρωθυπουργούς μας. Θεωρώ πως οι εμπειρίες τους είναι πολύτιμες, αφού μόνο κάποιος που έχει περάσει από τη θέση τους μπορεί να τις φανταστεί και –το κυριότερο– να τις εξιστορήσει. Προσωπικά, λοιπόν θέλω να καταθέτουν την ιστορική τους εμπειρία, την πραγματική και μη εξωραϊσμένη. Τους θέλω επίσης να παρεμβαίνουν όταν θεωρούν πως διακυβεύονται ζωτικά και κρίσιμα πράγματα για την Ελλάδα. Με θάρρος και παρρησία, με αποφασιστικότητα και τόλμη, χωρίς να έχουν στο μυαλό τους ότι θέλουν, απλώς, να προβοκάρουν τους διαδόχους τους.
Και πάμε στο τελευταίο ερώτημα: Μπορεί να υπάρξει, αντικειμενικά μια τέτοια συνθήκη; Κρίνοντας από τους πολιτικούς χαρακτήρες όλων των πρώην, κάτι τέτοιο είναι απίθανο να συμβεί και για να καταλήξεις αβίαστα εκεί δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει το φρέσκο βιβλίο του Στυλιανίδη – αν και θα έπρεπε, αφού αυτό ακριβώς χρειάζεται η πολιτική σήμερα. Νοημοσύνη, έστω και τεχνητή.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.