Ο επί τέσσερα σχεδόν χρόνια ένοικός του κατηγορείται για οικονομικές ατασθαλίες και, το χειρότερο, εν όψει προεδρικών εκλογών υστερεί στις δημοσκοπήσεις. Κυρίως, όμως, μαγειρεύει όλες τις πιθανές και απίθανες συνταγές επιδιώκοντας την προεδρική επανεκλογή του. Λογικά οι πολιτικοί αντίπαλοι του επικεντρώνονται στην στρατηγική της προεκλογικής του εκστρατείας λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες.

Βέβαια οι λέξεις «Τραμπ» και «στρατηγική» είναι ασύμβατες στην ίδια πρόταση. Περισσότερο του ταιριάζει η πολωτική προπαγανδιστική καμπάνια παραπληροφόρησης. Πράγμα που γίνεται ορατό σε όλες τις προεκλογικές ομιλίες του, όταν χωρίς μάσκα ο υποτιθέμενα αναρρώσας πλήρως από τον κορονοϊό, καταγγέλλει με ανυπόστατους χαρακτηρισμούς υπαρκτούς και ανύπαρκτος αντιπάλους. Η εχθροπάθεια, άλλωστε, ήταν ανέκαθεν το φόρτε του. αλλά τώρα δεν φτουράει.

Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για τη προεδρία Τζο Μπάιντεν συνεχίζει να έχει προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις κερδίζοντας, μέχρι στιγμής, την πλειοψηφία των μαύρων, των Ισπανόφωνων, των λευκών με πτυχία κολεγίου, των γυναικών, των κατοίκων πόλεων και προαστίων καθώς και των νέων ψηφοφόρων. Από τη μεριά του ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος , νυν πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προηγείται σταθερά στους θρησκευόμενους λευκούς ευαγγελιστές, στους κατοίκους της υπαίθρου και στους λευκούς χωρίς πτυχία κολεγίου, ψηφοφόρους. Ακόμη στα συν του συμπεριλαμβάνεται ότι το 56% των Αμερικανών παραδέχεται ότι βρίσκονται σε οικονομικά καλύτερη κατάσταση από ότι ήταν πριν από τέσσερα χρόνια.

Ωστόσο, εξαιτίας του εκλογικού συστήματος στις ΗΠΑ, έκαστος των μονομάχων πρέπει να εξασφαλίσει τουλάχιστον 270 ψήφους του κολεγίου των εκλεκτόρων για να καθίσει στην προεδρική καρέκλα του Λευκού Οίκου. Με δυο λόγια δεν αρκεί η αριθμητική πλειοψηφία στις κάλπες. Το 2016 τη Χίλαρι Κλίντον υπερψήφισαν περίπου 2 εκατ. περισσότεροι πολίτες από ότι τον Τραμπ, αλλά ο τελευταίος με το 46% των ψηφοφόρων σε εθνικό επίπεδο και 279 εκλέκτορες εξελέγη πανηγυρικά πρόεδρος.

Αναπόφευκτα λίγο πριν τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, «έχουν ζώσει τα φίδια» το Δημοκρατικό κόμμα. Οι εκλογικοί αναλυτές του πιστεύουν ότι ο Μπάιντεν θα είναι αναμφισβήτητος νικητής της εθνικής ψηφοφορίας εφόσον κερδίσει τον αντίπαλο του με ποσοστό μεγαλύτερο του 5% των περίπου 145 εκατ. ψηφοφόρων. Η συντριπτική αυτή υπεροχή μεταφράζεται σε τουλάχιστον 7-8 εκατομμύρια ψήφους. Δεν είναι και το ευκολότερο. Δεδομένου ότι υπάρχουν 12 κρίσιμες ή αμφίρροπες πολιτείες, μεταξύ των 50, όπου η νίκη ή ήττα σε αυτές θα αποβεί καθοριστική για το προεδρικό χρίσμα.

Σε αυτές τις πολιτείες –κλειδιά θα δοθεί αποφασιστική μάχη χαρακωμάτων μεταξύ του μπλε κύματος του Μπάιντεν και του κόκκινου του Τραμπ. ¨Ήδη , όμως, από τη μεριά τους οι Δημοκρατικοί υποψιάζονται, αν δεν είναι εντελώς βέβαιοι, ότι ο Τραμπ σχεδιάζει την υποβάθμιση της εκλογικής διαδικασίας, όπου προμηνύεται ότι θα χάσει. Με τις επίμονες και αβάσιμες κατηγορίες του περί της ψήφου-απάτης επιχειρεί διώκει να θολώσει την καταμέτρηση της. Οι σφοδρότεροι επικριτές του παρομοιάζουν την επιδίωξη του με τη σοβιετική πρακτική του Ιωσήφ Στάλιν ο οποίος διατεινόταν πως «Οι άνθρωποι που ψηφίζουν δεν αποφασίζουν τίποτα. Οι άνθρωποι που μετρούν τις ψήφους αποφασίζουν τα πάντα.»

Τα ΜΜΕ, τα οποία ο ίδιος κατηγορεί ως «εχθρούς του λαού», καταγγέλλουν ότι ο πρόεδρος με το αγέρωχο ύφος μια καρικατούρας του Σούπερμαν, μηχανεύεται δόλιους τρόπους για να υπονομεύσει την ακεραιότητα της διαδικασίας ψηφοφορίας. Του επιρρίπτουν ότι αμφισβητεί κραυγαλέα ως μη αξιόπιστες τις επιστολικές ψηφοφορίας μέσω ταχυδρομείου, ότι σκόπιμα διασπείρει και καλλιεργεί την προοπτική ενός παραλυτικού εκλογικού χάους και κυρίως καυτηριάζουν την άρνηση του να δεσμευτεί για ειρηνική μεταβίβαση εξουσίας σε περίπτωση που χάσει τις εκλογές. Κοινώς τα παίζει όλα για όλα σε βάρος των θεσμών της δημοκρατίας

Σύμφωνα με τα ίδια Μέσα, μερικά άλλοτε φιλικά προς τον πρόεδρο, πρόκειται για μια μεγάλης κλίμακας προσπάθεια μερίδας κυνικών Ρεπουμπλικάνων να αποθαρρύνουν , να εκφοβίσουν ή να αρνηθούν στους πολίτες την ευκαιρία να ψηφίσουν. Ειδικότερα στη δημοφιλή ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου για όσους θέλουν να ψηφίσουν χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν σε μεγάλες ουρές ες σε μια χώρα που καταγράφει καθημερινά 55.000 κρούσματα κορονοιού μετρά τους 220.000 θανάτους

Επόμενο βήμα των αδίστακτων εκλογομαγείρων είναι να μην καταμετρηθούν οι ψήφοι, που θεωρούν παράτυπες ώστε να ζητήσουν από τα πολιτειακά δικαστήρια να απορρίψουν την διαδικασία της ψηφοφορίας. Τέλος, όπου δεν τους βολεύει, να μην υπολογισθούν τα αποτελέσματα της εκλογικής διαδικασίας λόγω σφαλμάτων και να απευθυνθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο να διορίσει αυτό εκλέκτορες. Κρίνεται ότι ποντάρουν σε αυτό το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστικό για να επηρεάσει τις πιθανές εξελίξεις ως προς τον νικητή των εκλογών.

Εξάλλου ο Τραμπ με πρωτοφανή πρεμούρα διόρισε προεκλογικά την συντηρητική δικαστή Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ στην κενή θέση που δημιουργήθηκε από τον θάνατο της Ρουθ Μπάντερ Γκίνσμπουργκ, εξασφαλίζοντας στο συγκεκριμένο αρχιδικαστήριο, με ισόβια θητεία των μελών του, πλειοψηφία 6-3 υπέρ των συντηρητικών δικαστών του. Στο τσίρκο, άλλωστε, εκτός από ακροβάτες απαιτούνται και θηριοδαμαστές. Ιδανικοί, ίσως για το κατευνασμό των τεράτων της πολιτικής του Τραμπισμού σε ότι αφορά την πανδημία, την κλιματική αλλαγή, τα χαμηλά επίπεδα εισοδήματος, την ανισότητα του πλούτου, τις φυλετικές διακρίσεις, τη μεροληψία απέναντι στις μειονότητες και πάει λέγοντας.

Προφανώς με τέτοια κόλπα το εκλογικό τοπίο που διαμορφώνεται ως τις εκλογές αφορά περισσότερο στη «σώνει και καλά» νίκη του Τραμπ –που δεν είναι και απίθανη- παρά στη διατήρηση της δημοκρατικής νομιμότητας. Ωστόσο όσο κι αν οι δημοκρατικοί θεσμοί στις ΗΠΑ παρέχουν δικλείδες ασφαλείας εναντίον συνομωσιών ή και πραξικοπημάτων κατά του πολιτεύματος , τίποτα δεν είναι σίγουρο – μέχρι να συμβεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι κακοί πρόεδροι εκλέγονται από καλούς πολίτες που δεν προσέρχονται στις κάλπες για να ψηφίσουν