Ο Προϋπολογισμός που παρουσίασε η κυβέρνηση έγινε αποδεκτός από την Κομισιόν παρότι η ίδια αμφισβητεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν όλες οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις για το επόμενο έτος, ήτοι τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, της αξίας των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει η οικονομία.

Ενώ ο Προϋπολογισμός βασίζεται σε πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8%, η Κομισιόν προβλέπει αύξηση μόνο 2%, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να αποδεχθεί όλα τα μεγέθη που παρουσιάζονται. Και δεν είναι μόνο η Κομισιόν. Το σύνολο των διεθνών οργανισμών και άλλων παρατηρητών και αναλυτών που παρακολουθούν την ελληνική οικονομία, από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ μέχρι και το δικό μας Κέντρο Ερευνας και Προγραμματισμού (ΚΕΠΕ), κάνουν λόγο για ανάπτυξη τουλάχιστον κατά μισή μονάδα χαμηλότερα από τις κυβερνητικές προβλέψεις.

Με τις δηλώσεις τους, μάλιστα, οι αρμόδιοι αξιωματούχοι της Ε.Ε. υπογράμμισαν με έμφαση την εμπιστοσύνη που δείχνουν στη μεταρρυθμιστική προδιάθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και στις πρώτες ενέργειές της δίνοντας ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα στην όλη υπόθεση.

Οι δανειστές κάπου έβαλαν στην άκρη τα νούμερα και έδωσαν βάση στην πολιτική και το λεγόμενο «κλίμα».

Το κλίμα, άλλωστε, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που μνημονεύει και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού. Αναγνωρίζει μεν τις δυσκολίες και το αντίξοο διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο η ελληνική οικονομία καλείται να υπερβεί όλες τις προβλέψεις, αλλά κάνει αναφορά σε αλλαγή των συνθηκών στην Ελλάδα, όπου υπάρχει πλέον ένα «βελτιούμενο οικονομικό κλίμα που εδραιώνεται στο δεύτερο εξάμηνο του έτους (στη βάση της αυξημένης εμπιστοσύνης και της επιτάχυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας από την κυβέρνηση)», καθώς και στον δείκτη οικονομικού κλίματος που κινείται ανοδικά από το δεύτερο εξάμηνο φέτος, με ρυθμό που δεν είχαμε ξαναδεί στην κρίση.

Από εκεί και πέρα, οι ελπίδες για σημαντική ανάκαμψη εδράζονται -σύμφωνα πάντα με την εισηγητική έκθεση- σε παράγοντες όπως τα φορολογικά μέτρα που ελαφρύνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις (και άρα θα ενισχύσουν τη ζήτηση στην οικονομία), στον νέο αναπτυξιακό νόμο (που διευκολύνει τα πράγματα για τους επενδυτές σε εργασιακά και περιβαλλοντικά ζητήματα), στο σχέδιο «Ηρακλής» (που δίνει κρατική εγγύηση για να ξεφορτωθούν οι τράπεζες τα κόκκινα δάνεια) και κάτι που ονομάζεται «μέτρα για τη βελτίωση της πληθυσμιακής τάσης της χώρας» (δηλαδή αντίμετρα για τη γήρανση του πληθυσμού και τη μετανάστευση των νέων, τα οποία όμως πουθενά δεν περιγράφονται).

Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση ελπίζει ότι η αλλαγή του κλίματος θα είναι ο καταλύτης για να ανεβάσει ρυθμούς η εσωτερική οικονομία, στην οποία αναγκαστικά ποντάρει, αφού η ζήτηση για εξαγωγές και τουρισμό από το εξωτερικό προβλέπεται να συγκρατηθεί λόγω των προβλημάτων που έχει η Ευρώπη και άλλοι βασικοί εμπορικοί μας εταίροι. Για να συμβεί αυτό βέβαια θα πρέπει η ιδιωτική κατανάλωση να γκαζώσει με +1,8% το 2020, όταν φέτος μόλις και μετά βίας κατάφερε να ανέβει κατά 0,6%, ενώ και οι επενδύσεις θα πρέπει να ενισχυθούν κατά 15%.

Και οι δύο στόχοι θεωρούνται υπεραισιόδοξοι και μένει να δούμε αν το κλίμα θα είναι αρκετό για να επιτευχθούν.
Πόσο μάλλον όταν οι φορολογικές ελαφρύνσεις που υποτίθεται θα τονώσουν την εσωτερική ζήτηση κατευθύνονται κατά κύριο λόγο στις επιχειρήσεις και -πολύ λιγότερο- στα χαμηλά εισοδήματα και όχι στη μεσαία τάξη. η οποία είναι ο βασικός μοχλός της κατανάλωσης.

Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης αφορούν, κατά κύριο λόγο, οριακές προσαρμογές στη φορολογία και διευκολύνσεις σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κλάδους, δεν αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού ώστε να κινητοποιηθούν παραγωγικές επενδύσεις. Και το κλίμα είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για να αλλάξει η κατάσταση στην οικονομία.