Εκούσα-άκουσα, η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε σε αυτή τη θητεία, και θα συνεχίσει σίγουρα στην επόμενη, να οικοδομεί, σχεδόν εκ του μηδενός, μια νέα –το πόσο κοινή, θα φανεί- πολιτική άμυνας. Αιτία, φυσικά, το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή και ενδεχομένως και προσεχών συρράξεων, μικρότερων ή γενικευμένων. Πρόκειται για κοσμοϊστορικά γεγονότα που σφράγισαν το τέλος της περίπου εξηντάχρονης, παρά και μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, «εποχής της ευρωπαϊκής ειρήνης» και οδηγούν, κυριολεκτικά, σε μια «νέα σελίδα».

Όπως είδαμε στο κείμενο της προηγούμενης εβδομάδας, ολόκληρη η οικονομία της Ένωσης μετατρέπεται σε «οικονομία πολέμου». Όμως και σε στρατηγικό-πολιτικό επίπεδο μεγάλες εξελίξεις έλαβαν χώρα από το 2022:

  • «Στρατηγική Πυξίδα» με έμφαση στην αμυντική αυτονομία,
  • Αλλαγή «φιλοσοφίας» προς την κατεύθυνση της στρατιωτικοποίησης εκ μέρους της Γερμανίας (Zeitenwende),
  • Κινητοποίηση και τόνωση «μηχανισμού» εκτός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για την υποστήριξη στρατιωτικών επιχειρήσεων (European Peace Facility),
  • Αποστολή στρατευμάτων, εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ, σε «επικίνδυνες», σε σχέση με τη Ρωσία, χώρες (η αρχή έγινε με την εγκατάσταση γερμανικών μεραρχιών στη Λιθουανία),
  • Συζήτηση περί κατασκευής και λειτουργίας ευρωπαϊκού αμυντικού αντιπυραυλικού συστήματος τύπου ισραηλινού «Ατσαλένιου Θόλου» (Iron Dome),
  • Ναυτική βοήθεια στην Ερυθρά Θάλασσα για «απόκρουση» των Χούθι και ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα, μέσω Κύπρου.

Προς το παρόν οι κινήσεις αυτές είναι αποσπασματικές, όμως ωριμάζει η αναγκαιότητα πιο γενικών, πολιτικών και θεσμικών, αποφάσεων. Η Γαλλία του Προέδρου Μακρόν πρωτοστατεί στις εκκλήσεις για ενιαίο αμυντικό δόγμα, με κατάλληλα εργαλεία και χρηματοδότηση, όμως η πραγματική συζήτηση δεν άρχισε –ενδεχομένως, ιδίως αν συνεχιστεί ή επιδεινωθεί το καθεστώς του επείγοντος, να αποτελέσει το μεγάλο θέμα της επόμενης θητείας- και πολλά ερωτηματικά παραμένουν.

Πώς να συνδυασθεί η «στροφή στην άμυνα» ολόκληρης της Ένωσης, όταν οι Συνθήκες δεν επιτρέπουν να επεκταθεί πέραν συγκεκριμένου ορίου και η αλλαγή Συνθηκών αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, υπόθεση;

Πρέπει να δημιουργηθεί θέση «Επιτρόπου Άμυνας», όπως έχει ακουστεί ανεπίσημα από διάφορες πλευρές –κυρίως τη σημερινή επικεφαλής της Επιτροπής- και πώς μπορεί να υλοποιηθεί μια τέτοια δομική προσθήκη;

Είναι επιθυμητή, ή ρεαλιστική, μια νέα σχέση με το ΝΑΤΟ, ή ακόμα και μια ριζικά επαυξημένη και ουσιαστικά κοινή αμυντική πολιτική της Ένωσης μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται εντός πλαισίου ΝΑΤΟ; (αν βέβαια επανεκλεγεί ο Τραμπ στις ΗΠΑ, το ζήτημα δεν τίθεται).

Με τι τρόπο θα μπορέσει να συμμετάσχει σε αυτή την πολιτική η εκτός Ένωσης αλλά θεμελιώδης για κάθε αμυντική προσπάθεια Μεγάλη Βρετανία;

Θα προσανατολιστεί αυτή η νέα κοινή πολιτική, πέρα από την αναχαίτιση της Ρωσίας, και σε -δυστυχώς απαραίτητη, λόγω των συνθηκών- «τοποθέτηση» έναντι της Κίνας;

Ο «επανεξοπλισμός της Ευρώπης» θα σημάνει και γένεση μιας «ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας» (και πόσο ευρείας) ή μπορεί και να λάβει χώρα μέσω αγορών-εισαγωγών (και με ποιες χώρες και με τι γεωπολιτικές συνέπειες);

Τελικά, και ίσως πάνω απ’ όλα: έχει ζυγιστεί πολιτικά όσο της αξίζει μια συνολική μεταστροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης από «ήπια δύναμη» σε «παγκόσμια στρατιωτική μηχανή»; Θα ερωτηθούν, με κάποιο τρόπο, οι πολίτες; Στις εκλογές που έρχονται, πάντως, το ζήτημα ούτε συζητείται, ούτε απασχολεί.
Άλλο ένα δείγμα, ίσως το κορυφαίο, της υπνοβατικής κατάστασης μέσα στην οποία λαμβάνει χώρα η προεκλογική περίοδος και οι ίδιες οι φετινές ευρωεκλογές.