Με τις συμφωνίες δεχτήκαμε εφαρμογή πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας, με εργαλείο την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.

Στις συμφωνίες δεν υπάρχουν τα απαραίτητα αντισταθμιστικά αναπτυξιακά ισοδύναμα. Η ανάπτυξη αφέθηκε «by default» στις διαρθρωτικές αλλαγές, στις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις. Αλλαγές αναγκαίες, αλλά όχι ικανές να πετύχουν διατηρήσιμη ανάπτυξη σε χρόνο οικονομικά και κοινωνικά ανεκτό.

Επειδή η απώλεια οικονομικής μνήμης είναι επιβλαβής για μελλοντικές αποφάσεις, υπενθυμίζονται τα συγκεκριμένα καταστροφικά πολιτισμικά, κοινωνικά και μακροοικονομικά αποτελέσματα:

1. Υπερδεκαετής ύφεση 26,5% τις περιόδους 2008-2013 και 2015-2016, με ένα αναπτυξιακό διάλειμμα το 2014. Επίσης, αναπτυξιακή στασιμότητα 2017-2019 με ρυθμούς πέριξ του 2%, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί για μία δεκαετία.

2. Κορύφωση της ανεργίας σε πρωτόγνωρα ποσοστά (27%), με έναρξη σταδιακής μείωσής της από το 2014.

3. Δημιουργία κόκκινων δανείων σε ποσοστά ύψους >50%, συνεπακόλουθα της διαδικασίας αποπληθωρισμού του ιδιωτικού χρέους. Τα κόκκινα δάνεια δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν σε κατάσταση μακροχρόνιας αναπτυξιακής στασιμότητας αποτελώντας εν δυνάμει ταφόπλακα τραπεζών και ιδιωτικών επιχειρήσεων.

4. Τα capital controls επί τεσσεράμισι χρόνια υπήρξαν τροχοπέδη για νέες ιδιωτικές επενδύσεις.

5. Φαινόμενα υστέρησης της οικονομίας λόγω της μακροχρόνιας ύφεσης και της αναπτυξιακής στασιμότητας, όπως μαζική φυγή ανθρώπινου και επιχειρηματικού κεφαλαίου, αύξηση της υπογεννητικότητας με όξυνση του δημογραφικού προβλήματος, απαξίωση του βιομηχανικού μηχανολογικού εξοπλισμού λόγω μακροχρόνιας παραγωγικής αδράνειας και σημαντική αποεπένδυση.

Η έλλειψη δημόσιων επενδύσεων οφείλεται στην ανυπαρξία δημόσιων πόρων για τη χρηματοδότησή τους και τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας χρηματοδότησης ιδιωτικών επενδύσεων.

Το αίτημα μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% σε 2% θα μπορούσε να είναι μια λύση για εξεύρεση δημόσιων πόρων περίπου 2,9 δισ. ευρώ/έτος. Οπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση, όμως, οι δανειστές δεν δέχονται τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% σε 2% πριν από το 2021, διότι θέλουν εγγυήσεις για τη χρήση των πόρων. Δεν θα υπάρξει, κατά συνέπεια, δημοσιονομικός χώρος 2,9 δισ. ευρώ από αυτή την πηγή. Νέοι δημόσιοι πόροι για χρηματοδότηση μπορούν να βρεθούν μόνο με χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές.

Την Παρασκευή πάντως, μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup, o επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας έστειλε μήνυμα ότι η συζήτηση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι η ανάπτυξη να είναι μεγαλύτερη και τα επιτόκια χαμηλότερα από τις προβλέψεις στη ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. «Αυτή η συζήτηση (σ.σ. για τα πρωτογενή πλεονάσματα) μπορεί να γίνει αργότερα, την επόμενη χρονιά, όταν θα υπάρχει πιο ξεκάθαρη αντίληψη του τι θα γίνει», υπογράμμισε.

Στόχος της κυβέρνησης για την εύρεση δημόσιων πόρων προς επανεκκίνηση των επενδύσεων θα πρέπει να είναι η ανοχή των δανειστών για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από 3,5% σε 2% του ΑΕΠ μέσω της αύξησης του ελλείμματος του προϋπολογισμού δημόσιων επενδύσεων, υπό την αυστηρή προϋπόθεση χρηματοδότησής του από τις διεθνείς αγορές και όχι από τα λειτουργικά έσοδα του Δημοσίου. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού δημόσιων επενδύσεων δεν θα υπολογίζεται στο έλλειμμα κατά Μάαστριχτ εφόσον χρηματοδοτείται με δανεισμό από τις αγορές.

Το ύψος του δανεισμού και των δημόσιων επενδύσεων θα ισούται με 2,9 δισ. ευρώ (μείωση ελλείμματος από το 3,5% στο 2%) έως και 5,8 δισ. ευρώ (μείωση ελλείμματος από 3% στο 0,5% ΑΕΠ). Οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν, λόγω μεγάλου πολλαπλασιαστή, ταχύρρυθμο τρόπο επίτευξης ρυθμών ανάπτυξης >4% από το 2020. Ο ρυθμός μάλιστα μπορεί να αυξηθεί στο 6% (με επενδύσεις έως 5,9 δισ. ευρώ, με ανάλογη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 0,5%).

Οι δημόσιες επενδύσεις με χρηματοδότηση από τις αγορές αποτελούν ικανή συνθήκη για να αποδεχτούν οι δανειστές μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% σε 2%, αξιολογώντας στο διάστημα 2020-2021 τα επιτευχθέντα αποτελέσματα ανάπτυξης. Το επιχείρημα αυτής της πρότασης, σε σχέση με την πρόταση μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος με μια αόριστη και γενική υπόσχεση ότι η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου από μόνη της θα έχει αναπτυξιακά αποτελέσματα, είναι ότι οι δημόσιοι πόροι δεσμεύονται αποκλειστικά για την πραγματοποίηση δημόσιων επενδύσεων και όχι επιδοματικών πολιτικών. Η έγκριση προϋποθέτει παρουσίαση ολοκληρωμένου σχεδίου χρηματοδότησης δημόσιων επενδύσεων και ιδιωτικών επενδύσεων εξωστρέφειας με τη μέθοδο ΣΔΙΤ. Η διεθνής χρηματοδοτική συγκύρια είναι ευνοϊκή για κρατικό δανεισμό, δεδομένου ότι τα επιτόκια του 5ετούς και 10ετούς ομολόγου βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά.

* Ο κ. Θεόδωρος Βάρδας είναι πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της Βάρδας Α.Ε., τ. πρόεδρος ΣΕΛΠΕ