Η ευγενής, όσο και σισύφεια, προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βελτιώσει τη ζωή των πεντακοσίων εκατομμυρίων κατοίκων της, σκοντάφτει διαρκώς σε ένα «σκληρό» δεδομένο: όσο μεγαλύτερη η φιλοδοξία και η τόλμη, τόσο λιγότερες οι πιθανότητες ευόδωσης. Κάθε βδομάδα, σχεδόν, φέρνει τις δικές της αποδείξεις, η τελευταία, όμως, είχε ιδιαίτερα εντυπωσιακή, και οδυνηρή, συνεισφορά σε κρίσιμα πεδία.

Δυο φαινομενικά ασύνδετες εξελίξεις, ξανάφεραν στην επιφάνεια, λόγω και της χρονικής τους σύμπτωσης, τα προβλήματα, μορφής και ουσίας, της μεγάλης σε όγκο, πόρους και πολιτική σημασία κοινής αγροτικής πολιτικής.

Το πρώτο γεγονός ήταν η ανάγκη «ευρωπαϊκής βοήθειας» που ξεπήδησε για τη χώρα μας, λόγω των ζημιών που υπέστησαν οι αγρότες του θεσσαλικού κάμπου ως συνέπεια των πρόσφατων καταστροφικών πλημμυρών. Ο –Πολωνός- Επίτροπος Αγροτικής Ανάπτυξης ανακοίνωσε ότι υπάρχουν άμεσα διαθέσιμα κονδύλια εντός της ΚΑΠ 2014-2022, κάτι πολύ ανακουφιστικό για τους πληγέντες άλλα έμμεσα ανησυχητικό για την τύχη της ελληνικής και ευρωπαϊκής γεωργίας: τα ίδια λοιπόν θα συνεχίσουμε να παράγουμε, και αν υπάρξει πρόβλημα να αποζημιώνουμε, σε εποχή κλιματικής αλλαγής και τεχνολογικής επανάστασης;

Δεύτερο καμπανάκι ήρθε από το πρόσκαιρο «μπλοκάρισμα» της παροχής όπλων από την Πολωνία στην Ουκρανία, λόγω του προβλήματος που ξανα-δημιουργήθηκε (τον περασμένο Απρίλιο, είχε «μπαλωθεί» με ένα χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό «συμβιβασμό» υπό τη μορφή αναβολής) με την εξαγωγή και διάθεση ουκρανικών σιτηρών στις γειτονικές της χώρες (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, αλλά και Ρουμανία, Βουλγαρία) και το ανταγωνιστικό μειονέκτημα που δημιουργούσε για τις αντίστοιχες δικές τους αγροτικές παραγωγές. Πόσο εύθραυστο, αλλά και πόσο τεχνητό, είναι ένα οικοδόμημα που επιτρέπει τόσο εύκολα το πέρασμα από μια κοινή πολιτική σε διάρρηξη της πολιτικής αλληλεγγύης;

Σε ένα δεύτερο μείζον πεδίο, το οικονομικό-δημοσιονομικό, την Ένωση δοκιμάζει, εδώ και μήνες, η διελκυστίνδα γύρω από την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας. Πολυσυζητημένη, και μέσα από αυτές εδώ τις στήλες, η υπόθεση έχει συνοπτικά ως εξής: λόγω της πανδημίας και της ανάγκης «στήριξης» των οικονομιών των κρατών-μελών με «ανορθόδοξα» μέτρα –βλέπε κρατικές «ενέσεις»-, τέθηκαν σε αναστολή, έως τις αρχές του 2024, ορισμένοι περιοριστικοί κανόνες, με παράλληλη «υπόσχεση» -που αποτελεί, στην πραγματικότητα, αδήριτη ανάγκη- να αναθεωρηθεί ολόκληρο το Σύμφωνο, ώστε να βρεθεί μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ περιστολής εξόδων/χρεών και ανάπτυξης στην «μετά την κρίση», και συγχρόνως «εν μέσω διαρκών κρίσεων», εποχή μας.

Η Επιτροπή στήριξε τη «συμβιβαστική» πρότασή της σε δυο βασικές επιλογές: αφενός διατήρηση των «αυστηρών» αριθμητικών κατωφλιών για χρέος και έλλειμμα και αφετέρου όχι ομοιόμορφο αλλά κατά περίπτωση και πιο «πολιτικό» έλεγχο των δημοσιονομικών δαπανών και των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του κάθε κράτους-μέλους.

Όμως η προθεσμία σύντομα εκπνέει και οι κυβερνήσεις αδυνατούν να συμφωνήσουν. Στη συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα που έληξε το Σάββατο –αρκετοί είπαν ότι ο τόπος επελέγη για να προσφέρει θεϊκή συνδρομή-, οι διαφωνίες μεταξύ των «σφιχοχέρηδων» (με επικεφαλής τη Γερμανία, λόγω πολιτικής πρωτοκαθεδρίας, στο συγκεκριμένο φάκελο, του «Φιλελεύθερου» Υπουργού Οικονομικών έναντι του «Σοσιαλδημοκράτη» Καγκελάριου, και συμμάχους Φινλανδία, Σουηδία και λίγο πιο πίσω Αυστρία και Ολλανδία) και των οπαδών της «ανάπτυξης μέσα από την ευελιξία» (Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα και άλλοι) έμειναν άλυτες.

Σε βαθμό που η (υπηρεσιακή) Υπουργός Οικονομικής της προεδρεύουσας (υπηρεσιακής) κυβέρνησης της Ισπανίας δήλωσε ότι «θα κάνουμε όσες συναντήσεις χρειαστεί». Όταν, όμως, το αυτονόητο –οι έννοιες, και οι ανάγκες, τόσο της «λιτότητας» όσο και της «ανάπτυξης, δεν είναι σήμερα αυτές που ήταν ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση– δεν είναι κατανοητό, τότε οι ελπίδες, και οι «πυλώνες» κλονίζονται –όποια λύση της τελευταίας στιγμής και να βρεθεί.

Διαρκή είναι και τα πλήγματα που δέχεται η κλιματική-περιβαλλοντική προσπάθεια της Ένωσης να αποφύγει τα χειρότερα και να τιμήσει, έστω στον μικρότερο κοινό παρονομαστή, την «πράσινη συμφωνία» της.

Το επεισόδιο των ημερών συνίσταται στο «νέρωμα» από το Συμβούλιο, με πρωτοστάτες χώρες που επιθυμούν να προστατέψουν τις αυτοκινητοβιομηχανίες τους (Γαλλία, Ιταλία, Τσεχία, ενώ η Γερμανία βρίσκεται, αυτή τη φορά, μάλλον στην πλευρά της «πράσινης μετάβασης»), των μέτρων για μείωση των εκπομπών από αυτοκίνητα που κυκλοφορούν σήμερα. Παρά τα τραγικά νέα, όχι μόνο γενικώς για το κλίμα αλλά και για την ατμόσφαιρα στις ευρωπαϊκές πόλεις (97% του αστικού πληθυσμού ζει σε πόλεις με μόλυνση πάνω από τα επιτρεπτά όρια), η «άμυνα» -της βιομηχανίας, της Δεξιάς, των ειδικών συμφερόντων- καλά κρατεί και καλά αποτελέσματα φέρνει.

«Ευρωπαϊκό κοινό καλό» είπατε;