Η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα θυμίζει ολοένα και περισσότερο καθρέφτη χωρίς αντανάκλαση. Στις παρέες, στα πάνελ, στα κοινωνικά δίκτυα, οι κουβέντες δεν περιστρέφονται γύρω από την ουσία της πολιτικής, ούτε από τα νομοσχέδια, τις μεταρρυθμίσεις ή τα λάθη που οφείλει να διορθώσει η κυβέρνηση. Το ενδιαφέρον μοιάζει να έχει μετακινηθεί αλλού: στις κινήσεις προσώπων που βρίσκονται εκτός πολιτικής σκηνής, στα υποθετικά τους σχέδια, στα σενάρια για νέα κόμματα που –ίσως– ιδρυθούν, ίσως και όχι.

Η χώρα, έπειτα από δεκαετίες κρίσεων, φαίνεται να έχει αναπτύξει μια ιδιότυπη εξάρτηση από το ενδεχόμενο, το φημολογούμενο, το «τι θα γίνει αν». Ο δημόσιος διάλογος καταναλώνει αμέτρητες ώρες αναλύοντας αν ο Αλέξης Τσίπρας θα επιστρέψει με δικό του κόμμα, αν ο Αντώνης Σαμαράς ετοιμάζει πολιτικό comeback ή αν η Μαρία Καρυστιανού θα δώσει πολιτική μορφή στη διαμαρτυρία των Τεμπών.
Όμως, πίσω από αυτό το διαρκές «αν», κρύβεται ένα βαθύτερο πρόβλημα: η αποσύνδεση της κοινωνίας από την πραγματική πολιτική πράξη.
Το ανησυχητικό δεν είναι ότι κυκλοφορούν σενάρια. Αυτά πάντα υπήρχαν. Το πρόβλημα είναι ότι τα σενάρια έχουν αντικαταστήσει την πολιτική. Αντί να μιλάμε για το τι κάνει η κυβέρνηση ή για το τι προτείνει η αντιπολίτευση, μιλάμε για πρόσωπα που δεν ασκούν εξουσία, που δεν καταθέτουν προγράμματα, που δεν αναλαμβάνουν ευθύνη.
Η αντιπολίτευση, εγκλωβισμένη σε εσωτερικές έριδες, δείχνει περισσότερο να ενδιαφέρεται για το ποιος θα είναι δεύτερος πίσω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις δημοσκοπήσεις, παρά για το ποιος θα είναι πρώτος στις ιδέες. Η κυβέρνηση, από την άλλη, λειτουργεί σχεδόν χωρίς σοβαρό αντίλογο – μια αντιπολίτευση “εν υπνώσει” αφήνει το δημόσιο πεδίο άδειο, έτοιμο να το καταλάβουν οι εντυπώσεις και οι τηλεοπτικές εικασίες.
Σε αυτή την έρημο λόγου, ο πολιτικός διάλογος μετατρέπεται σε κουτσομπολιό εξουσίας. Και αυτό, όσο κι αν φαίνεται ακίνδυνο, είναι βαθιά διαβρωτικό. Γιατί οδηγεί στη λήθη: ξεχνάμε ότι η πολιτική δεν είναι απλώς το ποιος θα βγει μπροστά, αλλά το πώς θα πάει μπροστά η χώρα. Ο Γάλλος διπλωμάτης Ταλεϋράνδος είχε πει πως «η τέχνη της πολιτικής είναι να προβλέπεις το αναπόφευκτο και να επισπεύδεις την εμφάνισή του». Στην Ελλάδα, όμως, έχουμε μάθει να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο: να αιφνιδιαζόμαστε από το αναπόφευκτο.
Οι κρίσεις –οικονομικές, θεσμικές, κοινωνικές– δεν μας χτυπούν ποτέ απλώς την πόρτα. Μας βρίσκουν μέσα στο σαλόνι να συζητάμε για παλαικά πρόσωπα, για βιβλία που δεν κυκλοφόρησαν ακόμα, για κόμματα που δεν υπάρχουν. Και όταν έρχεται η πραγματικότητα –μια νέα κρίση τιμών, ένα αδιέξοδο στη Δικαιοσύνη, μια τραγωδία από κάκιστες υποδομές– ανακαλύπτουμε ότι η χώρα δεν έχει έτοιμη πολιτική απάντηση. Μόνο διαρροές, εικασίες και βιαστικά σχόλια.
Η πραγματική πολιτική είναι ακριβώς το αντίθετο αυτής της αδράνειας. Είναι η ικανότητα να προβλέπεις, να σχεδιάζεις και να προλαβαίνεις. Κι αυτό απαιτεί πολιτικό διάλογο, αντιπαράθεση ιδεών, θεσμική σοβαρότητα. Όχι τηλεοπτικά στοιχήματα σε πάνελ για το πότε «θα κάνει κόμμα ο Τάδε».
Όταν μια κοινωνία συζητά για τους εκτός πολιτικής, είναι γιατί έχει χάσει την πίστη της σε αυτούς που είναι εντός. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό – αλλά εδώ, έχει γίνει σχεδόν πολιτισμικό. Από τον «αντι-πολιτικό» λαϊκισμό της δεκαετίας του 2010, μέχρι την αποθέωση του «ανθρώπου απ’ το πουθενά», επαναλαμβάνουμε το ίδιο λάθος: ψάχνουμε σωτήρες αντί για λύσεις. Φυσικά, η ενασχόληση με τα πρόσωπα έξω από το πολιτικό πεδίο είναι σύμπτωμα κούρασης. Μιας κοινωνίας που κουράστηκε να ακούει υποσχέσεις, αλλά δεν έχει μάθει να απαιτεί αποτελέσματα. Γι’ αυτό και το δημόσιο ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το ουσιαστικό στο επιφανειακό, από το έργο στο πρόσωπο, από το σήμερα στο φανταστικό αύριο.
Όμως, η πολιτική –όπως και η ζωή– δεν εξελίσσεται στο ενδεχόμενο, αλλά στο παρόν.
Η Ελλάδα χρειάζεται αντιπολίτευση που να αντιπροτείνει, κυβέρνηση που να λογοδοτεί, θεσμούς που να λειτουργούν. Αντ’ αυτού, έχουμε ένα ακροατήριο που συζητά για τον «επόμενο» πριν καν δει τι έχει κάνει ο «τρέχων». Όταν η δημόσια κουβέντα αδειάζει από περιεχόμενο, δεν φταίνε μόνο οι πολιτικοί. Φταίνε και οι πολίτες που επιτρέπουν στη φήμη να υποκαθιστά την είδηση, που δίνουν πάτημα στη σιωπή να αντικαθιστά την κριτική. Κάθε φορά που επιλέγουμε να μιλήσουμε για κάποιον που «ίσως» κάνει κόμμα, αντί να ζητήσουμε λογαριασμό για τα σχολεία, τα νοσοκομεία ή τη Δικαιοσύνη ή την Υγεία ή την Οικονομία, χαρίζουμε λίγη ακόμη ισχύ στην απουσία.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέους μύθους, χρειάζεται πολιτική πρόβλεψη και ευθύνη. Αν κάτι μας έχει διδάξει η Ιστορία, είναι πως τα «αναπόφευκτα» που αγνοούμε σήμερα, είναι οι κρίσεις που πληρώνουμε αύριο.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.