Η «πολιτική του κατευνασμού» είναι μια διπλωματική στρατηγική, η οποία βασίζεται στην ιδέα ότι υποχωρήσεις απέναντι σε μια επιθετική δύναμη μπορούν να εξασφαλίσουν ειρήνη και σταθερότητα

Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι πρόκειται για μια λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη συμπεριφορά. Κορυφαίο παράδειγμα η πολιτική που ακολούθησαν η Αγγλία και η Γαλλία απέναντι στη ναζιστική Γερμανία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, κάθε υποχώρηση ερμηνεύεται από την άλλη πλευρά ως ένδειξη αδυναμίας, ιδίως όταν αναφερόμαστε στην Τουρκία, όπου η ρητορική του αναθεωρητισμού και της στρατιωτικής ισχύος παραμένει κυρίαρχη.

Το τελευταίο διάσημα βρισκόμαστε μπροστά σε μια κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας, αυτή τη φορά όχι στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά νότια της Κρήτης. Τουρκία και Λιβύη υπέγραψαν συμφωνία για να πραγματοποιήσουν σεισμικές έρευνες για υδρογονάνθρακες, ως απάντηση στην Ελλάδα, η οποία είχε δώσει άδεια στην αμερικανική εταιρεία Chevron. Ταυτόχρονα άνοιξαν μια νέα γραμμή προώθησης μεταναστών από το Τομπρούκ στην Κρήτη. Η αλήθεια είναι ότι σε σχέση με τη Λιβύη οι ελληνικές κυβερνήσεις αδράνησαν μετά το 2009 για τον καθορισμό της ΑΟΖ και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα. Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να δεχτεί τα τετελεσμένα. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία ότι ακόμη και ο στρατηγός Χαφτάρ της Λιβύης μάς «πούλησε» επειδή αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα δεν είναι αρκετά ισχυρή για να επιβάλει τις θέσεις της.

Το ταξίδι του υπουργού Εξωτερικών τις επόμενες ημέρες στη Λιβύη είναι μια καλή διπλωματική ευκαιρία για να πείσουμε τις… κυβερνήσεις των αντιμαχόμενων πλευρών στην Τρίπολη και τη Βεγγάζη ότι το συμφέρον τους είναι με την Ελλάδα. Αν όμως αυτός ο στόχος δεν επιτευχθεί, πρέπει να διατυπωθούν μερικά καθαρά και δυνατά «όχι» που θα ακουστούν μέχρι την Αγκυρα. Γιατί ουσιαστικά δεν έχουμε να κάνουμε με τη Λιβύη, αλλά με τον Ερντογάν και έχει αποδειχθεί ότι η πολιτική κατευνασμού αποτελεί δώρο για την Τουρκία και παγίδα για την Ελλάδα. Διεθνείς συμμαχίες και εξοπλιστικά προγράμματα, που προωθεί με υψηλό κόστος η ελληνική κυβέρνηση, είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανά από μόνα τους να αναχαιτίσουν την εξ ανατολών επιθετικότητα που μεθοδικά επιχειρείται να επεκταθεί και νοτίως.

Η υπογραφή του πρώτου τουρκολιβυκού συμφώνου το 2019, δύο χωρών που δεν είναι καν «απέναντι», παραβίαζε κατάφωρα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και τώρα οι σεισμικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η Τουρκία δοκιμάζει διαρκώς την υπομονή της χώρας μας. Το επιχείρημα ότι τα «οικόπεδα» στα οποία θα γίνουν οι έρευνες είναι κάτω από τη «μέση γραμμή» δεν πρέπει να μας καθησυχάζει. Το αντίθετο, πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι στην επόμενη φάση οι έρευνες θα επεκταθούν και προς… τα πάνω. Αυτή τη φορά δεν πρέπει να υιοθετήσουμε την τακτική της επανειλημμένης αναβολής των ερευνών για το υποθαλάσσιο καλώδιο Ελλάδος – Κύπρου, ένα έργο καθοριστικό για την ενεργειακή μας ασφάλεια. Παρομοίως, όταν η Αγκυρα δημοσιοποίησε χάρτη που κόβει το Αιγαίο στα δύο, η Αθήνα αντέδρασε μάλλον χλιαρά.

Προσάρμοσε τα σχέδια των δικών της θαλάσσιων πάρκων και των προστατευόμενων ζωνών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην ενοχλείται η Αγκυρα, ενώ θα έπρεπε να διακηρύξει θαρραλέα τη θέση της και να επιβάλει μονομερή οριοθέτηση. Είναι σαφές ότι ποτέ δεν πρέπει να στέλνουμε το μήνυμα ότι εύκολα εγκαταλείπουμε τα εθνικά μας συμφέροντα στο όνομα της «σταθερότητας». Η εξαιρετική «αντίσταση» που επιδείξαμε στον Εβρο το 2020, αποκρούοντας με πλήρη επιτυχία τις οργανωμένες τουρκικές πιέσεις, απέδειξε ότι όταν υπάρχουν βούληση και αποφασιστικότητα, μπορούμε να αναχαιτίσουμε κάθε απειλή. Οι Ελληνες αξίζουν μια κυβέρνηση που να υπερασπίζεται με σθένος την κυριαρχία και το μέλλον της πατρίδας. Είναι ώρα για μια αυστηρή γραμμή στα εθνικά θέματα, χωρίς άλλες αναβολές.