Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα άλλαξαν θέση και μάλιστα σε ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα, όπως η αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από τον Ερντογάν στο Καστελόριζο

Οι χθεσινοί υπέρμαχοι της «σκληρής γραμμής» διαρρέουν κάτι ψιθύρους, ότι η «κόκκινη γραμμή» είναι τα 6 μίλια των χωρικών μας υδάτων και ο 28ος μεσημβρινός στη μέση της Ρόδου, ενώ εκείνοι που αγνοούσαν ότι «η θάλασσα έχει σύνορα» πιέζουν να πάμε άμεσα την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 μίλια, δήθεν αγνοώντας τις παρενέργειες μιας τέτοιας απόφασης.

Για μία ακόμη φορά είναι αδιανόητο τα εθνικά μας θέματα να αντιμετωπίζονται με όρους εσωτερικής ψηφοθηρίας. Επρεπε τα παθήματα του παρελθόντος να μας έχουν κάνει σοφότερους, γιατί στο τέλος-τέλος κανείς δεν βγήκε πολιτικά κερδισμένος. Αντίθετα, το έθνος, η χώρα και οι πολίτες έχασαν πολλά. Αν κάποιος μελετήσει τις δηλώσεις Ερντογάν και τις non paper ενημερώσεις της Αγκυρας είναι εύκολο να καταλάβει πού το πάει η Τουρκία. Δεν δικαιολογούνται ούτε εκείνοι που πιστεύουν ότι «εντάξει, δεν πάθαμε και τίποτα» από τα πηγαινέλα του «Oruc Reis», ούτε εκείνοι που ανακάλυψαν τη λύση σε μια, έστω και περιορισμένη, στρατιωτική εμπλοκή με τους Τούρκους.

Στην παρούσα φάση η κυβέρνηση κινείται πολιτικά και διπλωματικά στη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι έχει έτοιμο plan B. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι ο Ερντογάν θέλει τον διάλογο και τελικά θα επιστρέψει στο τραπέζι. Για να το επιτύχει έχει επενδύσει στη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων και των Αμερικανών συμμάχων. Το καλύτερο βέβαια για εμάς θα ήταν αμέσως να έχουν ληφθεί αποφάσεις για κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας που θα τη γονατίσουν και θα την αναγκάσουν να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο και να σταματήσει να είναι ο μεγάλος ταραξίας της περιοχής. Καμία χώρα όμως δεν φαίνεται τόσο πρόθυμη να σταθεί στο πλευρό μας, γιατί προηγούνται τα δικά της συμφέροντα. Ακόμη και η Γαλλία, η πιο πιστή από τους συμμάχους μας, σε αυτή τη φάση έμεινε σε απόσταση ασφαλείας από τη θερμή περιοχή των τουρκικών προκλήσεων.

Η πάγια τακτική της χώρας μας να προσδίδει στις ελληνοτουρκικές διαφορές ευρωπαϊκές διαστάσεις είναι σωστή και δίκαιη, μόνο που ο κόσμος δεν είναι ούτε σωστός, ούτε δίκαιος. Δυστυχώς, από ένα σημείο και πέρα είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε μόνοι μας. Και πρέπει να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό. Και στον βαθμό που ο Ερντογάν φέρεται αποφασισμένος να τραβήξει το σκοινί πρέπει όχι μόνο να είμαστε έτοιμοι για το plan B, δηλαδή για τη στρατιωτική σύγκρουση, αλλά να το λέμε κιόλας δυνατά και καθαρά. Τόσο δυνατά και τόσο καθαρά ώστε να φτάνει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Για μία ακόμη φορά πρέπει να επαναλάβουμε ότι δεν θέλουμε τον πόλεμο, αλλά ο καλύτερος τρόπος για να τον αποφύγουμε είναι να μην τον φοβηθούμε.

Δεν ξέρω σε τι κατάσταση ετοιμότητας βρίσκεται ο Στρατός, αλλά η κοινωνία δεν έχει καθόλου προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η κυβέρνηση επιμένει σε μια τακτική κατευνασμού προς τα έξω (προς την Τουρκία δηλαδή) και εφησυχασμού προς τα μέσα (δηλαδή προς τους πολίτες). Κατά τη γνώμη μου, είναι και τα δύο λάθος και θα έπρεπε να έχει πράξει το ακριβώς αντίθετο. Ετσι και ο Ερντογάν θα το σκεφτόταν δύο φορές και η χώρα θα ήταν πιο έτοιμη αν τα πράγματα οδηγηθούν στα άκρα.

Η εβδομάδα που έχουμε μπροστά μας είναι πολύ κρίσιμη. Την Πέμπτη λήγει και αυτή η τουρκική NAVTEX. Εάν το «Oruc Reis» αποσυρθεί, ανοίγει ξανά η προοπτική των διερευνητικών επαφών. Εάν παραμείνει στην περιοχή, θα είμαστε βέβαιοι ότι ο Ερντογάν επιθυμεί το θερμό επεισόδιο και θα κάνει ό,τι μπορεί για να το προκαλέσει. Πρέπει όλοι να είμαστε έτοιμοι και για τα δύο ενδεχόμενα.