Ο Τσιόδρας όμως δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να παραδεχτεί με τον τρόπο του ότι είμαστε στο έλεος του ιού, κάτι που μάλλον το έχει καταλάβει ο ίδιος εδώ και αρκετό καιρό.

Γι’ αυτό και απέχει από τις ενημερώσεις, έχει αφήσει τις πολλές παραινέσεις προς τους πολίτες, παρεμβαίνει μόνο για τη διαχείριση ορισμένων κρίσιμων καταστάσεων και απλώς διατηρεί το προσωπικό του «κεφάλαιο» και τις καλές σχέσεις του με το γκουβέρνο.

Στη συμπεριφορά και τη στάση του κ. Τσιόδρα μπορεί να δει ακριβώς τι συμβαίνει με την πορεία της πανδημίας στη χώρα: στην πρώτη φάση για διάφορους λόγους, που έχουν αναλυθεί εξαντλητικά, τα πήγαμε καλά. Στη συνέχεια, όταν έπρεπε να συνδυάσουμε υγειονομική πολιτική με ανοιχτή κοινωνία και οικονομία τα κάναμε θάλασσα. Και τώρα περιμένουμε απλώς να μας σώσουν τα εμβόλια – εάν και όποτε έρθουν – ή να κολλήσει το 50%-70% του πληθυσμού που λέει και ο ΠΟΥ για να φτάσουμε στην περιβόητη «ανοσία της αγέλης». Στο μεταξύ βέβαια, όποιος αντέξει. Είτε από τον ιό, είτε από τη φτώχεια και την κατάθλιψη.

Τι έχει συμβεί και φτάσαμε στα σχεδόν 700 καταγεγραμμένα κρούσματα ημερησίως και στην πραγματικότητα πολλές χιλιάδες, με τα τοπικά λοκντάουν να είναι στην ημερήσια διάταξη; Πολλά και τίποτα:

Η κοινωνία κουράστηκε, μπερδεύτηκε από τα αντιφατικά μηνύματα και στο τέλος ένα μεγάλο μέρος της παραδόθηκε/παραδίδεται στην αδιαφορία, τον ωχαδελφισμό, αλλά και τις θεωρίες συνωμοσίας.

Η κυβέρνηση από την άλλη μοιάζει να μην έχει κανένα άλλο ενδιαφέρον παρά μόνο για την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος, με ολίγη γαρνιτούρα από εξυπηρετήσεις (βλέπε το παιχνίδι με τα ιδιωτικά τεστ, τις παχυλές αποζημιώσεις για ΜΕΘ κ.α.). Στη βάση αυτής της «πολιτικής» έναντι της πανδημίας, είναι, αφενός οι λάθος επιλογές που έκανε εξαρχής, όπως στην πολιτική testing για παράδειγμα, αφετέρου η παροιμιώδης ανικανότητα να οργανώσει οτιδήποτε – ούτε καν τις μάσκες στους μαθητές δεν κατάφερε να διεκπεραιώσει, ενώ επιτροπή για τα γηροκομεία έκανε μόλις στο τέλος Σεπτεμβρίου!

Ιδού ένα ανθολόγιο κυβερνητικών «κατορθωμάτων»:

Η πολιτική πειθούς, που απαιτείται για τη διαχείριση της δημόσιας υγείας, γκρεμίστηκε από τις αντιφάσεις και τις τρέλες των ίδιων των κυβερνητικών. Η καταστολή ούτε ενδείκνυται ως βασική πολιτική, ούτε αρκεί. Η δε στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων και η υιοθέτηση του δόγματος της ατομικής ευθύνης, πέρα από το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί τελικά όταν “πολυφοριέται”, χάθηκε μέσα στον ορυμαγδό των εκκωφαντικών λαθών της κυβέρνησης.

Η πολιτική περιορισμού της πανδημίας ήταν εντελώς μονοδιάστατη, αν όχι απούσα τις περισσότερες φορές. Μονοδιάστατη διότι αφορούσε απλώς τις γενικές οδηγίες προς τους πολίτες για τη συμπεριφορά τους. Και απούσα όταν αφορούσε συνθήκες, για τις οποίες η ίδια η κυβέρνηση όφειλε να διαμορφώσει. Μετά τον τσαπατσούλικο άνοιγμα του τουρισμού, ο ιός έκανε πάρτι στα μέσα μαζικής μεταφοράς, την ώρα που στις εκκλησίες η ανοχή των κυβερνώντων ήταν εμφανής και στα σχολεία όλα έγιναν τσάτρα πάτρα. Τα σπασμωδικά μέτρα, όπως το κλείσιμο των περιπτέρων, απλώς προκάλεσαν θυμηδία και απώλεια ακόμα και του τελευταίου ψήγματος αξιοπιστίας των αρμοδίων. Κι όταν ο πολίτης γελάει με τις παλινωδίες των κυβερνώντων, το παιχνίδι έχει χαθεί.

Στην πολιτική του testing τα πράγματα είναι απείρως χειρότερα, διότι το πράγμα φτάνει στην κατάμουτρη κοροϊδία. Ουδέποτε υιοθετήθηκαν στο παραμικρό οι οδηγίες των διεθνών οργανισμών ή οι πρακτικές άλλων χωρών. Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει την απίστευτη και σχεδόν παρανοϊκή πρακτική των λιγότερων δυνατών τεστ μόνο και μόνο για να δείξει ότι «τα πάμε καλύτερα από ισχυρότερες και μεγαλύτερες χώρες»!!! Όταν στο Βέλγιο κάνουν πάνω από 100.000 τεστ ημερησίως – και ανάλογος είναι ο αριθμός σχεδόν σε όλες τις κανονικές χώρες του κόσμου – εμείς κάνουμε το ένα εικοστό ή και λιγότερα και νομίζουμε ότι «τα πάμε υπέροχα», διότι ουσιαστικά κρύβουμε τα κρούσματα, τ΄λοσο απλό. Κάνουμε βέβαια και φθηνά σόου με τα λεγόμενα ράπιντ τεστ, έτσι για τα φωτογραφικά ενσταντανέ αρμοδίων παραγόντων.

Το γεγονός ότι μέσα στον τελευταίο ενάμιση μήνα χάσαμε περίπου όσους ανθρώπους είχαμε χάσει το πρώτο εξάμηνο της πανδημίας, είναι μάλλον αδιάφορο για τους ίδιους αρμόδιους.

Το ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας χτυπάει αλύπητα σε πολλές μεγάλες χώρες δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τα λάθη, τις καθυστερήσεις και τις αδυναμίες στη δική μας χώρα. Ας αφήσουν στην άκρη τις συγκρίσεις, γιατί αλλού (π.χ Γαλλία) αρχίζουν και ψάχνουν ως και ενδεχόμενες ευθύνες των αρμοδίων για αβελτηρία  και μοιραία λάθη.