Οι αγροτικές κινητοποιήσεις είναι κάτι βαθιά ελληνικό – ένα επαναλαμβανόμενο χειμωνιάτικο τελετουργικό που ξεκινά πάντα με οργή, καταγγελίες και τρακτέρ στη σειρά, σαν μια αδιαμφισβήτητη υπενθύμιση ότι η ύπαιθρος έχει φωνή και απαιτεί να ακουστεί. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι πίσω από αυτή τη φωνή υπάρχει πραγματικός πόνος. Οι περικοπές, οι καθυστερημένες πληρωμές, τα λάθη δεκαετιών και η διαχρονική αδυναμία του κράτους να στηρίξει ουσιαστικά τον αγροτικό κόσμο έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό υπόβαθρο. Υπάρχει δίκιο – και μάλιστα πολύ.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΥΨΑΝΗΣ / EUROKINISSI

Όμως άλλο το δίκιο και άλλο η διαχείρισή του. Εκεί, δυστυχώς, η κατάσταση ξεφεύγει.

Καθημερινά, σε όλη τη χώρα, δεν αποκλείονται μόνο εθνικές οδοί. Αποκλείονται σύνορα. Λιμάνια. Αεροδρόμια. Σημεία κρίσιμα για μια οικονομία που προσπαθεί να σταθεί όρθια και να θεριέψει. Οι μπάρες πέφτουν όχι για να εμποδίσουν ισχυρούς, αλλά για να ταλαιπωρήσουν ανθρώπους που δεν φταίνε σε τίποτα: εργαζόμενους που θέλουν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, οικογένειες που ετοιμάζονται για τη χριστουγεννιάτικη έξοδο, φοιτητές που περιμένουν να ταξιδέψουν από και προς τα πανεπιστήμιά τους, μαθητές που βρίσκονται σε εκδρομές. Και μέσα σε όλα αυτά ένα παράδοξο: οι αποκλεισμοί δεν σταματούν καμία μετακίνηση του πρωθυπουργού ούτε κανενός υπουργού. Σταματούν μόνο τις μετακινήσεις των πολιτών. Είναι σαν να πυροβολείς τον τοίχο, γιατί δεν μπορείς να στοχεύσεις αυτόν που πραγματικά θες να ακούσει.

Ακόμη χειρότερα, στην άκρη του δρόμου άρχισαν να εμφανίζονται εικόνες που καμία δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να αποδεχθεί χωρίς δεύτερη σκέψη: αναποδογυρισμένα οχήματα της αστυνομίας, σπασμένα παρμπρίζ, κατσούνες να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, ένστολοι που δέχονται επίθεση και δεν απαντούν – είτε από εντολή αυτοσυγκράτησης είτε από φόβο ότι μια σπίθα μπορεί να παρασύρει τα πάντα.

Δεν χάνουν μόνο την ψυχραιμία τους οι πρωταγωνιστές των μπλόκων· χάνουν και την ηθική υπεροχή τους.

Διότι το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχουν λαμόγια που έφαγαν χιλιάδες από τον ΟΠΕΚΕΠΕ – υπάρχουν. Ούτε αν αγρότες, με πραγματικά ανάγκη, έχουν φτωχοποιηθεί – φυσικά και συμβαίνει. Το ερώτημα είναι αν ο τρόπος της διαμαρτυρίας υπηρετεί τον σκοπό ή τον υπονομεύει.

Και όσο περνούν οι μέρες, η πλάστιγγα μετακινείται επικίνδυνα.

Μπορεί σήμερα η κοινή γνώμη να στηρίζει τους αγρότες – η συμπάθεια προς τους ανθρώπους της υπαίθρου είναι βαθιά ριζωμένη. Αλλά η συμπάθεια αυτή έχει όρια, και τα όρια έχουν ονόματα: φρέσκα προϊόντα που καταστρέφονται, επιχειρήσεις που χάνουν τζίρο, φοιτητές που δεν μπορούν να ταξιδέψουν, οικογένειες που αγωνιούν. Όταν η καθημερινότητα του πολίτη γίνεται όμηρος μιας κινητοποίησης, τότε ο κοινωνικός αυτοματισμός δεν αργεί. Και αν ο κοινωνικός αυτοματισμός ξεκινήσει, οι αγρότες θα χάσουν το δίκιο τους – όχι επειδή δεν έχουν δίκιο, αλλά επειδή το έχασαν επικοινωνιακά, πολιτικά, και στο τέλος, ηθικά.

Υπάρχει και κάτι ακόμη: η αντιπολίτευση. Τα κόμματα της Αριστεράς, του Κέντρου και κάποιοι βουλευτές της Δεξιάς σπεύδουν στα μπλόκα, φωτογραφίζονται πάνω στα τρακτέρ, προσφέρουν «αλληλεγγύη», αλλά τίποτα παραπάνω. Δεν μπορούν να υποσχεθούν ούτε ευρώ, ούτε μέτρα, ούτε άμεσες λύσεις. Προσφέρουν λόγια, δηλώσεις συμπάθειας, φράσεις που ηχούν όμορφα στα μικρόφωνα, αλλά δεν συνοδεύονται από θεσμική δυνατότητα. Η ειλικρίνειά τους κρίνεται – και συχνά δεν πείθει.

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το τέλος αυτής της ιστορίας: μια κυβέρνηση που θα δώσει ό,τι μπορεί, μια αντιπολίτευση που θα πει ότι «θα έδινε περισσότερα», και αγρότες που, ό,τι κι αν πάρουν, θα πουν ότι είναι λίγα. Κι όλα αυτά καθώς η κοινωνία θα κουράζεται, θα απομακρύνεται και, στο τέλος, θα γυρίζει την πλάτη.

Ο αγώνας τους είναι δίκαιος. Η αγωνία τους είναι πραγματική. Η ανάγκη για αλλαγές είναι αδιαμφισβήτητη. Όμως η στρατηγική των μπλόκων, των αποκλεισμών και των επεισοδίων έτσι όπως διεξάγεται δεν τους οδηγεί στη δικαίωση – τους οδηγεί στην απομόνωση.
Και όσο κι αν ακούγεται σκληρό, η αλήθεια είναι μία: Μαζί τους είμαστε, αλλά αν συνεχίσουν έτσι, στο τέλος -δυστυχώς- οι αγρότες θα χάσουν το δίκιο τους.