Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Το θέμα με τα ΕΛΤΑ δεν είναι αν θα μείνει ανοιχτό το ταχυδρομείο στον Διόνυσο ή αν η γιαγιά στο χωριό θα πληρώσει τη ΔΕΗ. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η Ελλάδα θέλει να έχει δημόσια ταχυδρομική υπηρεσία του 21ου αιώνα ή αν θα συνεχίσει να συντηρεί ένα κατάλοιπο της δεκαετίας του ’80.

Θα μπορούσα να κλείσω εδώ το κείμενο, αλλά ας το κρατήσω παραπάνω, σαν γράμμα που δεν έφτασε ποτέ στην ώρα του. Το επεισόδιο, λοιπόν, με την τηλεδιάσκεψη των κυβερνητικών βουλευτών, όπου ένας κακομοίρης διευθύνων σύμβουλος έγινε «σάκος του μποξ», είναι απλώς η επιφάνεια μιας συστημικής αδυναμίας. Οι ίδιοι άνθρωποι που μιλούν για μεταρρυθμίσεις και ψηφιακό κράτος, όταν έρχεται η ώρα να αγγίξουν έναν οργανισμό που σαπίζει επί δεκαετίες, κάνουν πίσω. Οι γαλάζιοι βουλευτές φώναζαν, οι γαλάζιοι υπουργοί εξαφανίζονταν και, στο τέλος, η κυβέρνηση έδειχνε πως φοβάται να συγκρουστεί ακόμη και με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Όπου στα χρώματα των υπουργών βάλτε ό,τι χρώμα θέλετε, και οι προηγούμενοι και οι προ-προηγούμενοι, τα ίδια (δεν) έκαναν.
Ας συνεχίσουμε να αναλύουμε τα βασικά: τα ΕΛΤΑ έπρεπε να είχαν εκσυγχρονιστεί πριν από μια δεκαετία. Αντί για επενδύσεις σε logistics, υποδομές και αυτοματοποίηση, επελέγη η εύκολη λύση: διατήρηση ενός διογκωμένου δικτύου, με προσωπικό και λειτουργίες μιας άλλης εποχής. Το αποτέλεσμα; Ένας οργανισμός που δεν παράγει, δεν καινοτομεί και συνεχίζει να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντί να εκμεταλλευτούν την πανευρωπαϊκή τάση των ψηφιακών ταχυδρομικών λύσεων, τα ΕΛΤΑ έχασαν ακόμη και τις συμφωνίες τους με εταιρείες όπως η Temu, επειδή δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τον όγκο των δεμάτων. Οι Κινέζοι αποχώρησαν και ο οργανισμός έμεινε με ένα δίκτυο καταστημάτων που δεν αποδίδει, υπηρεσίες περιορισμένης ζήτησης και προσωπικό που εργάζεται με διαδικασίες του 1995.
Την ίδια στιγμή, σε όλη την Ευρώπη, τα κρατικά ταχυδρομεία προσαρμόζονται. Δείτε τι συμβαίνει σε Γερμανία, Τσεχία, Αυστρία, με λουκέτα σε καταστήματα και lockers παντού. Γιατί;
Η λογική είναι κυνικά απλή: ό,τι δεν φέρνει έσοδα, σταματά να υπάρχει. Τα ταχυδρομεία δεν είναι πια «κρατικές υπηρεσίες διανομής», αλλά εταιρείες που λειτουργούν ως ευέλικτα οικοσυστήματα logistics, fintech και ψηφιακής διακυβέρνησης. Όπου το ελληνικό κράτος επέμενε να τα κρατά όπως ήταν και το αποτέλεσμα είναι οικονομικές ζημίες, αδράνεια, τεχνολογική υστέρηση. Ταυτόχρονα, τα επόμενα χρόνια, η ίδια η τεχνολογία θα «κλείσει» θεσμούς. Όπως έκλεισαν δεκάδες εφορίες χάρη στο myAADE, έτσι και πολλά δημόσια γραφεία θα πάψουν να υπάρχουν, γιατί οι πολίτες θα εξυπηρετούνται ψηφιακά και απομακρυσμένα. Δεν πρόκειται για λιτότητα, αλλά για προσαρμογή. Η χώρα δεν μπορεί να πληρώνει διαρκώς υποκαταστήματα για υπηρεσίες που εκτελούνται πλέον μέσω μιας εφαρμογής.
Τα ΕΛΤΑ, αντί να παλεύουν να διατηρήσουν ταχυδρομεία σε κάθε χωριό, θα έπρεπε να γίνουν ο ψηφιακός πάροχος δημόσιας αλληλογραφίας και μικρο-συναλλαγών, να ενσωματώσουν fintech λειτουργίες, να επενδύσουν στην αποθήκευση, στις διανομές, στα lockers, στη συνεργασία με ιδιωτικά logistics. Να γίνουν η ψηφιακή «ραχοκοκαλιά» του εμπορίου μικρής κλίμακας, όχι ο νοσταλγικός θεσμός των γραμματοσήμων. Η πολιτική αντιπαράθεση, όμως, παραμένει προσκολλημένη στο παρελθόν. Κυβερνητικοί βουλευτές, που μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης δεν έγιναν υπουργοί, βρίσκουν ευκαιρία να κάνουν αντιπολίτευση στον ίδιο τους τον πρωθυπουργό. Και η «επίσημη» αντιπολίτευση, από την άλλη, επενδύει στον λαϊκισμό για τα «γεροντάκια που θα χάσουν το Ταχυδρομείο τους».
Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική: οι υπηρεσίες διανομής συντάξεων και λογαριασμών γίνονται ήδη κατ’ οίκον, από τους ταχυδρόμους. Το 92% των συντάξεων και το 90% των δεμάτων διανέμεται απευθείας. Καμία περιοχή δεν μένει χωρίς εξυπηρέτηση, καθώς προβλέπονται συνεργαζόμενα πρακτορεία και αγροτικοί ταχυδρόμοι. Το πρόβλημα δεν είναι η εξυπηρέτηση, αλλά η επικοινωνία: κανείς δεν εξήγησε σωστά στον κόσμο τι αλλάζει.
Η κυβέρνηση πέτυχε αρκετές μεταρρυθμίσεις. Εκεί όμως που χρειάζεται πολιτικό θάρρος, κάνει πίσω. Και κάθε φορά που έρχεται η ώρα της σύγκρουσης, επικρατεί η τακτική τού «να μη χαλάσουμε καρδιές».
Η μετάβαση των ΕΛΤΑ δεν είναι υπόθεση συναισθηματισμού, αλλά επιβίωσης. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να διατηρεί ένα δημόσιο δίκτυο χιλιάδων ζημιογόνων καταστημάτων «για τους ηλικιωμένους», μάλλον δεν έχει αντιληφθεί τι έρχεται: μια εποχή χωρίς χαρτάκι αναμονής, χωρίς φυσικά ταμεία.
Κι αν κάποιοι βουλευτές ή κόμματα θέλουν να επιμένουν στο παρελθόν, ας αναρωτηθούν ποια χώρα θα έχουν μπροστά τους το 2030: μια Ελλάδα που επιμένει να συντηρεί τα ερείπια του Δημοσίου ή μια Ελλάδα που τολμά να το ψηφιοποιήσει;
Η απάντηση δεν βρίσκεται στα μεταλλικά κουτιά των ΕΛΤΑ, αλλά στο αν θέλουμε να ζούμε σε μια χώρα που εξελίσσεται, χωρίς να χαλά το σάλιο της για γραμματόσημα.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.