Εδώ και αρκετούς μήνες, γίνεται μεγάλη κουβέντα αναφορικά με τη διαφορά μεταξύ επιτοκίου καταθέσεων και επιτοκίου χορηγήσεων που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες. Πολλοί καταθέτες αναρωτιούνται «γιατί οι τράπεζες μας παίρνουν τα λεφτά μας τσάμπα και τα δανείζουν σε τόσο υψηλό επιτόκιο»! Το παρόν άρθρο, δεν αποσκοπεί στη δικαιολόγηση αυτής της «ψαλίδας» αλλά στην αποδόμηση του μύθου ότι οι τράπεζες παίρνουν τις καταθέσεις των πελατών τους για να παρέχουν νέο δανεισμό.

Η αντίληψη αυτή αποτελεί μια παραδοσιακή, αλλά λανθασμένη και απλοϊκή εικόνα της λειτουργίας του σύγχρονου τραπεζικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες λειτουργούν με έναν πολύ πιο σύνθετο και δυναμικό τρόπο, όπου η σχέση μεταξύ καταθέσεων και δανείων είναι πιο έμμεση, σύνθετη και πολυδιάστατη. Για να το κατανοήσουμε πρέπει να εξετάσουμε πώς λειτουργεί η δημιουργία χρήματος, η διαχείριση της ρευστότητας, καθώς και οι πηγές χρηματοδότησης που έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες.

Η παραδοσιακή αντίληψη: Οι καταθέσεις ως πηγή δανεισμού

Σε απλοϊκό επίπεδο, οι άνθρωποι φαντάζονται τις τράπεζες ως «φυσικά θησαυροφυλάκια» όπου αποθηκεύονται τα χρήματα των καταθετών σε «φυσική μορφή» και από εκεί αντλούν τους πόρους τους για να δώσουν δάνεια σε άλλους πελάτες. Με αυτήν την αντίληψη οι τράπεζες θα δάνειζαν μόνο τα ποσά που έχουν λάβει ως καταθέσεις και δεν θα μπορούσαν να δώσουν περισσότερα δάνεια από αυτά που έχουν κατ’ αναλογία των καταθέσεων τους. (Αυτή η πρακτική όντως εφαρμοζόταν μέχρι τις αρχές του 2000).
Στην πραγματικότητα, αυτή η άποψη δεν ανταποκρίνεται πλέον στη σύγχρονη τραπεζική πρακτική. Αν και οι καταθέσεις αποτελούν σημαντικό στοιχείο (παθητικού) στο τραπεζικό σύστημα, δεν είναι η κύρια ή η άμεση πηγή κεφαλαίων τους για τη χορήγηση δανείων. Εξετάζοντας το μηχανισμό δανεισμού, θα αντιληφθούμε ότι η σχέση μεταξύ καταθέσεων – δανείων είναι αρκετά σύνθετη.

Η δημιουργία χρήματος από τις τράπεζες: το θεμέλιο της τραπεζικής

Ο βασικός σκοπός των τραπεζών δεν είναι απλώς η φύλαξη χρημάτων, αλλά η δημιουργία χρήματος μέσω της χορήγησης δανείων. Όταν μια τράπεζα εγκρίνει και εκταμιεύει ένα δάνειο, στην πραγματικότητα δημιουργεί νέο χρήμα* στην οικονομία (τραπεζικός πολλαπλασιασμός-banking multiplier).

Και πώς γίνεται αυτό;

Μέσω της καταχώρησης του ποσού του δανείου στον λογαριασμό του δανειολήπτη, αυξάνοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία ενεργητικού (δάνειο) και παθητικού (λογαριασμός δανειολήπτη).
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το νέο χρήμα* δημιουργείται όταν το δάνειο χορηγείται και όχι όταν πρώτα συγκεντρώνονται καταθέσεις. Ο μηχανισμός αυτός βασίζεται στην εμπιστοσύνη (πίστη) ότι ο δανειολήπτης θα αποπληρώσει το δάνειο, και η τράπεζα προχωρά στη δημιουργία χρήματος στη βάση αυτής της εκτίμησης.

Να σημειώσουμε ότι το νέο αυτό χρήμα δεν είναι πληθωριστικό, καθώς η αξία του ανταποκρίνεται στην παραγωγική δραστηριότητα για όπου θα χρησιμοποιηθεί (πχ. επενδύσεις, αγορά αγαθών κτλ)

Πηγές χρηματοδότησης εκτός των καταθέσεων

Αφού αντιληφθήκαμε ότι οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα μέσω δανείων, προκύπτει το ερώτημα: Ωραία, και που βρίσκουν τους πόρους οι τράπεζες για να παρέχουν τη ρευστότητα που δημιουργούν οι πληρωμές των δανείων αυτών;
Οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους διάφορα μέσα χρηματοδότησης. Μπορούν να δανειστούν από άλλες τράπεζες (διατραπεζικό σύστημα), από τις κεντρικές τράπεζες (π.χ. μέσω ομολογιών ή πιστωτικών γραμμών με επιτόκια που ελέγχονται). Επίσης έχουν τη δυνατότητα να τιτλοποιήσουν δάνεια τους -η μετατροπή δανείων σε τίτλους που θα πουληθούν σε επενδυτές- εξασφαλίζοντας νέα κεφάλαια. Δηλαδή το κόστος (επιτοκίου) των μέσων χρηματοδότησης τους είναι εκείνο που θα μετακυλήσουν στον πελάτη ΠΛΕΟΝ του περιθωρίου κέρδους τους.

Ο ρόλος των καταθέσεων: ρευστότητα και πληρωμές

Οι καταθέσεις λοιπόν δεν αποτελούν προαπαιτούμενο για τη χορήγηση δανείων έχουν όμως ζωτικό ρόλο στη λειτουργία μιας τράπεζας. Οι καταθέσεις αποτελούν υποχρεώσεις για μια τράπεζα: Δηλαδή τα χρήματα μας δεν είναι ενεργητικό για μια τράπεζα;
Όχι. Τα κατατεθειμένα χρήματα ανήκουν στους πελάτες και πρέπει να είναι διαθέσιμα για άμεση ανάληψη. Για το λόγο αυτό, η τράπεζα πρέπει να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τη ρευστότητά της, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καταθετών της. Η ύπαρξη καταθέσεων επιτρέπει στην τράπεζα να διαχειρίζεται τις καθημερινές συναλλαγές, τις πληρωμές και όποιες οικονομικές ροές χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει κάθε φορά σε εξωτερικό δανεισμό.

Ρυθμιστικό πλαίσιο και κεφαλαιακή επάρκεια

Η δημιουργία δανείων από τις τράπεζες δεν είναι ανεξέλεγκτη. Υπάρχουν ρυθμιστικές αρχές και κανονισμοί που επιβάλλουν συγκεκριμένα όρια και απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν συγκεκριμένα κεφάλαια ως απόθεμα έναντι των δανείων που χορηγούν για να προστατεύονται από πιθανά πιστωτικά ρίσκα. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και αν οι καταθέσεις δεν είναι η άμεση πηγή δανεισμού, η κεφαλαιακή διάρθρωση της τράπεζας, τα αποθεματικά και ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας είναι κρίσιμα στοιχεία που επηρεάζουν το ύψος και τις δυνατότητες χορήγησης νέων δανείων.

Συμπερασματικά, τι κρατάμε από όλο το κείμενο

Η βασική σύγχρονη κατανόηση του τραπεζικού συστήματος επιβεβαιώνει ότι:

Οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα (ex nihilo – από το τίποτα – με βάση τη ρευστότητα και τους κανονισμούς κεφαλαιακής επάρκειας Basel III) κάθε φορά που χορηγούν νέο δάνειο.
Οι καταθέσεις δεν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για τη χορήγηση δανείων.
Οι καταθέσεις αποτελούν υποχρέωση και μέσο ρευστότητας, βοηθώντας στη διαχείριση πληρωμών και χρηματοροών.
Η τράπεζα μπορεί να αντλεί κεφάλαια και από άλλες πηγές εκτός των καταθέσεων, όπως δανεισμό από άλλες τράπεζες, κεντρικές τράπεζες, ή αγορές κεφαλαίου. Το κόστος αυτών των κεφαλαίων θα καθορίσει το τελικό επιτόκιο δανεισμού πελατείας.
Ο τραπεζικός δανεισμός είναι περιορισμένος και ρυθμίζεται από κεφαλαιακούς κανόνες και ρυθμιστική εποπτεία, που διασφαλίζουν την ορθολογική χρήση και διαχείριση των δανειακών υποχρεώσεων.

Κι ένα έξτρα βήμα σκέψης: Η επίδραση στην οικονομία και τη νομισματική πολιτική.

Η δημιουργία χρήματος από τις τράπεζες έχει επίσης σημαντικές συνέπειες για την οικονομία και τις κεντρικές τράπεζες οι οποίες ασκούν τη νομισματική πολιτική, δηλαδή τη διαχείριση επιτοκίων που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κεφαλαιακό κόστος για τις τράπεζες και κατ’ επέκταση την προσφορά των δανείων τους στην αγορά, με ρύθμιση της προσφοράς χρήματος, του πληθωρισμού, και της οικονομικής ανάπτυξης συνολικά.

*Ο Γεράσιμος Παπαλεβέντης, είναι Ανώτερο Τραπεζικό Στέλεχος (First Vice President) στον πολυεθνικό τραπεζικό όμιλο FIMBank plc στη Μάλτα, επικεφαλής της Λειτουργίας «Control and Monitoring» στη Διεύθυνση Διαχείρισης Διαθεσίμων (Treasury).