Τα επόμενα χρόνια η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας μπορεί να είναι ανάλογη αυτής της δεκαετίας του ’50.

Αυτή είναι η εκτίμηση που διατυπώνεται από πηγές του Μεγάρου Μαξίμου για την οικονομία. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιούνται από την κυβέρνηση αλλά και στη μεγάλη βοήθεια που θα προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης της οικονομίας, οι πρώτες εκταμιεύσεις του οποίου ξεκινούν φέτος.

Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι φέτος θα μπουν 7 δισ. ευρώ φρέσκο χρήμα από το Αναπτυξιακό Ταμείο για την υλοποίηση, κυρίως, μεγάλων έργων υποδομής. Παράλληλα εκτιμάται ότι θα υπάρξει αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων τόσο από ελληνικά όσο και από ξένα κεφάλαια.

Ουσιαστικά δηλαδή οι επικεφαλής της ελληνικής οικονομίας εκτιμούν ότι θα επαναληφθεί το λεγόμενο «ελληνικό θαύμα» που ξεκίνησε μετά τον πόλεμο, με το Σχέδιο Μάρσαλ, όταν η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ήταν η δεύτερη υψηλότερη στον κόσμο μετά την Ιαπωνία και έφτανε το 7% σε πραγματικούς όρους.

Οσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, η κυβέρνηση θεωρεί απαράβατο στόχο τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2023 προκειμένου να κερδίσει η χώρα τη λεγόμενη «επενδυτική βαθμίδα», δηλαδή να αναβαθμιστεί η πιστοληπτική της δυνατότητα ώστε να επιτρέπεται στους μεγαλύτερους διεθνείς επενδυτικούς οργανισμούς να επενδύσουν στην Ελλάδα.

Παρότι φέτος ο Προϋπολογισμός προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα 1,4% του ΑΕΠ, οι αγορές αντιμετωπίζουν θετικά την προσπάθεια προσαρμογής της οικονομίας, καθώς η μείωση του ελλείμματος από το 7% στο 1,4% θεωρείται εξαιρετικά σημαντική. Είναι η καλύτερη δημοσιονομική βελτίωση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό το υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε ομολογιακό δάνειο το επιτόκιο του οποίου διαμορφώθηκε στο 1,84% και συγκεντρώθηκαν κεφάλαια 3 δισ. ευρώ.

Η χώρα βεβαίως παραμένει σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας από την Ευρώπη, καθώς έχει το υψηλότερο χρέος και το υψηλότερο έλλειμμα -ως ποσοστά του ΑΕΠ- μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Το θετικό είναι ότι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για την εξυπηρέτηση του τεράστιου χρέους της είναι χαμηλές λόγω των ρυθμίσεων του Μνημονίου και δεν θα επηρεαστούν από τη διαφαινόμενη αύξηση των επιτοκίων.

Ομως ο ιδιωτικός τομέας θα πιεστεί από την αύξηση των επιτοκίων και αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα σε πολλές επιχειρήσεις, ιδίως σε αυτές που έχουν πολύ υψηλά επίπεδα δανεισμού. Οσον αφορά τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για τη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, η κυβέρνηση δεν ανησυχεί ιδιαίτερα.

Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραψε σαφώς στα ανώτατα ευρωπαϊκά όργανα την ανάγκη χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας, δεν στηρίζει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του στις αποφάσεις που θα λάβει η Ευρώπη. Κι αυτό διότι η Ελλάδα έχει πολύ υψηλό χρέος, συνεπώς είναι αναγκαίο να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα τα επόμενα χρόνια ώστε να θεωρείται υγιής οικονομικά, να βρίσκει φθηνή χρηματοδότηση και να προσελκύει επενδύσεις.

Η μείωση του ελλείμματος φέτος και η επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια θα προέλθουν, σύμφωνα με την κυβέρνηση, αφενός από την αύξηση των φορολογικών εσόδων που θα φέρει η ανάπτυξη της οικονομίας -παρά τις μειώσεις των φόρων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση- και αφετέρου από τη συγκράτηση των δαπανών σε λογικά επίπεδα. Το 2021, οπότε και εκτινάχθηκε το έλλειμμα, είχαν δοθεί 16 δισ. ευρώ ως έκτακτες ενισχύσεις για τον κορωνοϊό, οι οποίες δεν θα δοθούν φέτος.

Οι φετινές ενισχύσεις θα είναι πολύ χαμηλότερες στο πλαίσιο της προσπάθειας περιορισμού του ελλείμματος και καθώς οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας είναι πιο περιορισμένες και καλώς εχόντων των πραγμάτων θα περιοριστούν τους επόμενους μήνες. Ιδιαίτερα θετικές προοπτικές διαπιστώνει η κυβέρνηση στον τουρισμό και εκτιμά ότι φέτος τα έσοδα από την τουριστική κίνηση θα αγγίξουν αυτά του 2019, δηλαδή θα επανέλθουν κοντά στα υψηλότερα ιστορικά επίπεδα που υπήρχαν προ πανδημίας. Σε αυτή την εκτίμηση συγκλίνουν και οι εκτιμήσεις παραγόντων του τουρισμού που διαπιστώνουν ότι οι προκρατήσεις για φέτος είναι αυξημένες.

Συμπερασματικά, οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης είναι ότι και φέτος όπως το 2021 αλλά και τα επόμενα χρόνια θα έχουμε σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης, πολύ μεγάλη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος, καμία επιβάρυνση των αναγκών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, λιγότερες κρατικές στηρίξεις της οικονομίας από πέρυσι αλλά επαρκείς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Στον αντίποδα, οι εξελίξεις που μπορεί να επιβαρύνουν την οικονομία είναι η αύξηση των επιτοκίων για τον ιδιωτικό τομέα, η διατήρηση σε υψηλό επίπεδο του ενεργειακού κόστους που επιβαρύνει καταναλωτές και παραγωγούς και η προβλεπόμενη αύξηση του πληθωρισμού τους πρώτους μήνες του έτους και η διατήρησή του σε επίπεδο οριακά υψηλότερο από το 3% για φέτος.

Τελικά, όμως, εκτιμά η κυβέρνηση, το οικονομικό αποτέλεσμα θα είναι θετικό και ο ρυθμός ανάπτυξης πολύ υψηλός, τόσο σε ονομαστικό επίπεδο (συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού) όσο και σε πραγματικούς όρους (χωρίς τον πληθωρισμό).