Για να μεταφράσουμε την προειδοποίηση, ένας από τους κύριους λόγους που ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα είναι ότι δεν προετοιμάστηκε σοβαρά για κανένα θέμα. Ούτε για την εκλογική ήττα. Ούτε για τη διαχείριση της επόμενης μέρας. Αν πηγαίναμε λίγο πιο πίσω, ούτε για τις ευθύνες και την επάρκεια της διακυβέρνησης όταν κέρδισε τις εκλογές του 2015. Κάτι που μοιάζει να αποτελεί το προπατορικό αμάρτημα για όσα ακολούθησαν.

Ας παραμείνουμε όμως στον τρέχοντα πολιτικό χρόνο. Το θηριώδες και απρόβλεπτο ποσοστό του 32% στις εθνικές εκλογές ήταν, όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, ένα γεγονός με δύο όψεις.

Η πρώτη όψη, η θετική, σηματοδότησε την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στον δεύτερο ισχυρό πόλο του δικομματισμού.

Η δεύτερη, όμως, ήταν αρκετά ύπουλη. Τον αποκοίμισε σαν πολιτικό Λεξοτανίλ με την αμεριμνησία ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα έρθει πάλι η ώρα του. Ετσι, με την αυτόματη λειτουργία του νόμου του εκκρεμούς. Τις παρενέργειες του Λεξοτανίλ πληρώνει σήμερα – και μάλιστα πανάκριβα.

Ξαφνικά οι υποθέσεις άρχισαν να σκάνε η μία μετά την άλλη. Από τον Παπαδημούλη στον Νίκο Παππά. Στο παρακρατικό σύστημα του Πάνου Καμμένου. Στην ιλαροτραγωδία του Παπαγγελόπουλου. Στο φιάσκο της Novartis. Και έπεται συνέχεια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει μόνιμο κατηγορούμενο για υποθέσεις της διακυβέρνησης που σχεδόν σαδιστικά ένα «αόρατο χέρι» φέρνει σε τακτικές χρονικές προθεσμίες στο προσκήνιο. Τα κορυφαία όργανα, όπως το Πολιτικό Συμβούλιο, κινδυνεύουν να εκφυλιστούν σε επαρχιακά ειρηνοδικεία. Κάθε εβδομάδα προσέρχεται ο «κατηγορούμενος», ο οποίος στη συνέχεια αποχωρεί με συστάσεις και συνήθως μια κίτρινη κάρτα.

Είναι προφανές ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει για μεγάλο διάστημα να βρίσκεται συνεχώς στη θέση του απολογούμενου. Πολύ περισσότερο ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο μάλιστα επιθυμεί να παραμείνει διεκδικητής της εξουσίας.

Πώς μπορεί να ξεφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση; Η απάντηση είναι απλή και μαζί ιδιαίτερα δύσκολη. Επειδή εγκλωβίστηκε σε ένα πολιτικό αδιέξοδο, η διέξοδος δεν μπορεί να είναι παρά η πολιτική.

Πολιτική σημαίνει καθαρή ματιά στο παρελθόν και ταυτόχρονα πυρετώδης αναζήτηση του νέου. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να κλείσει τους λογαριασμούς με τα φαντάσματα της κυβερνητικής θητείας του μιλώντας με ειλικρίνεια για το ατόπημα της συγκατοίκησης με την ψεκασμένη και καραμανλική Δεξιά. Πριν αρχίσει η Ν.Δ. να του ταχυδρομεί φακέλους με τα «πεπραγμένα» του Καμμένου και του Παπαγγελόπουλου. Για τις ακρότητες της Novartis. Για υπουργούς, κυβερνητικά στελέχη και πολιτικά πρόσωπα που χειρίστηκαν μείζονες κρατικές υποθέσεις με νοοτροπία παιδιών του νηπιαγωγείου.

Για να το επαναλάβουμε, η λύτρωση του ΣΥΡΙΖΑ θα προέλθει μόνο από την πολιτική. Οπου πολιτική σημαίνει αναστοχασμός, αυτοκριτική και κλείσιμο λογαριασμών με το παρελθόν. Αναζητώντας παράλληλα το νέο, με τη μορφή ενός νέου πολιτικού σχεδίου. Γιατί η Ελλάδα του 2015 έχει περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες με την Ελλάδα του 2020.
Οσο αυτά απουσιάζουν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μοιάζει με γερασμένο κόμμα. Με στελέχη κουρασμένα και φθαρμένα από μια μακρά θητεία στην ταλαιπωρημένη Αριστερά της Μεταπολίτευσης. Χωρίς επαφή με το παρόν και το μέλλον. Αρα, η ανάγκη για ριζική ανανέωση είναι επιτακτική. Αλλιώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει αυτό που είναι σήμερα: ένας σάκος του μποξ για τον επελαύνοντα μητσοτακισμό.

Σίγουρα η υπόθεση της ριζικής ανανέωσης δεν είναι εύκολη διαδικασία. Ομως, για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, «ουδέποτε κάτι μεγάλο δεν επιτεύχθηκε χωρίς κίνδυνο», διαπίστωνε ο Νικολό Μακιαβέλι.