Επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή μια παρείσακτη ρύθμιση της κυβέρνησης στον νέο αναπτυξιακό νόμο, η οποία εξαιρεί από την υποχρέωση της «ονομαστικοποίησης» των μετοχών κάποιους ιδιοκτήτες ΜΜΕ.

Απορία πρώτη επί της διαδικασίας: Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να «κρύψει» μέσα σε έναν νόμο-σκούπα μια ρύθμιση η οποία εμφανίζει ένα και μοναδικό πρόβλημα, το ακριβώς αντίθετο απ’ όσα ισχυρίζονται οι επικριτές της, κυρίως από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ; Οτι είναι «στενή» και αφορά μόνο έναν-δύο ιδιοκτήτες ΜΜΕ. Αντί να είναι γενική και καθολική και να αφορά όλα τα ΜΜΕ και το σύνολο των ιδιοκτητών.

Γιατί δηλαδή δεν αποφάσισε την πλήρη και χωρίς περιορισμούς κατάργηση της «ονομαστικοποίησης» χωρίς ενοχικά συμπλέγματα και εξηγώντας δημόσια την επιλογή της; Αυτή η πρωτοβουλία θα ήταν πραγματική μεταρρύθμιση, θα άλλαζε το τοπίο στα ΜΜΕ και δεν θα άφηνε υπονοούμενα ότι όλα έγιναν για το «νταραβέρι». Επιτρέποντας ταυτόχρονα η συζήτηση να μεταφερθεί από τους μύθους στην ουσία του θέματος.
Ποια είναι κατά την ταπεινή μας γνώμη η ουσία; Καταρχάς, η απάντηση σε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα.

Χρειάζεται η δημοκρατία μας ισχυρά ΜΜΕ; Νομίζω πως η απάντηση είναι αυτονόητη, εκτός αν κάποιοι είναι κρυφοί θαυμαστές του Πούτιν, του Ορμπαν και του Μαδούρο.

Υπάρχουν ισχυρά ΜΜΕ χωρίς οικονομική αυτοτέλεια; Επίσης πάμε στα αυτονόητα. Οταν τα ΜΜΕ είναι οικονομικά ανίσχυρα μετατρέπονται σε επιχειρήσεις-ζόμπι και κατά συνέπεια αποτελούν εύκολη λεία για τους ισχυρούς του χρήματος και της πολιτικής εξουσίας. Αρα αδύναμα ΜΜΕ χωρίς οικονομική αυτοτέλεια σημαίνει ανάπηρα ΜΜΕ που δεν έχουν τις προϋποθέσεις να κάνουν τη δουλειά τους.

Πώς μπορούν να υπάρξουν εύρωστα ΜΜΕ χωρίς επενδύσεις και τοποθετήσεις κεφαλαίων; Επειδή δεν διαπιστώθηκε πουθενά στον κόσμο ένα οικονομικό μοντέλο «λαϊκής χρηματοδότησης», η οικονομική ευρωστία των ΜΜΕ συνδέεται με την αύξηση του τζίρου και κεφάλαια από επενδύσεις. Επενδύσεις χωρίς επενδυτές είναι κάτι που δεν ανιχνεύεται στον μάταιο τούτο κόσμο.

Ολα τα μεγάλα ΜΜΕ του πλανήτη, κάθε είδους και τεχνοτροπίας, φιλελεύθερα, συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά, «γνώμης» και «λαϊκά», έντυπα, ψηφιακά και τηλεοπτικά, νέα και παλιά, δεν στηρίζονται σε «κομμουνάρους». Αλλά σε πανίσχυρους επιχειρηματικούς ομίλους που επιμένουν να ρίχνουν κεφάλαια σε έναν κλάδο που ταλανίζεται παγκόσμια από την κρίση.

Αν συμφωνήσουμε λοιπόν στις προηγούμενες απλές αλήθειες μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η συζήτηση περί «βασικών μετόχων», που διεξάγεται πάνω από 20 χρόνια στην Ελλάδα με διάφορες αιτίες και αφορμές, είναι μια κουβέντα εκτός τόπου και χρόνου. Μια ιδεοληψία που μεταφέρθηκε ίδια και απαράλλακτη από τη «βαθιά Δεξιά» του Κώστα Καραμανλή στην εποχή του ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με τα συμπαρομαρτούντα, τις διάφορες «έκτακτες νομοθεσίες». Με μοναδικό απτό αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των λίγων και δυσεύρετων επενδυτών οι οποίοι ενδιαφέρονται ακόμη να τοποθετήσουν κεφάλαια στην «έρημη χώρα» των ελληνικών μίντια.

Αλλωστε μηχανισμοί ελέγχου της «ποιότητας» των κεφαλαίων και των κεφαλαιούχων υπάρχουν, δόξα τω Θεώ απεριόριστοι, και για τις Ανώνυμες Εταιρείες των ΜΜΕ και για το σύνολο των υπόλοιπων επιχειρήσεων.
Γι’ αυτό τον λόγο είναι ανιστόρητη η προσκόλληση του ΣΥΡΙΖΑ στις «ειδικές νομοθεσίες» και τους «βασικούς μετόχους» των ΜΜΕ. Και δειλή η κυβέρνηση της Ν.Δ., η οποία, αντί να τολμήσει μια γενναία μεταρρύθμιση, κρύφτηκε πίσω από μια απλή διευθέτηση.