Σκηνή πρώτη, το 2010. Η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με την ελληνική χρεοκοπία. Η πολιτική που επιλέγει το ευρωπαϊκό «διευθυντήριο» είναι η σκληρή τιμωρία μιας χώρας. Μια επιπλέον κοινωνική καταστροφή που συμπληρώνει την καταστροφή που δημιούργησε η ίδια η κρίση. Ακόμη χειρότερα, με αμφίβολη οικονομική αποτελεσματικότητα.

Μια πολιτική «παράλογα τσιγκούνικη». Ο τόνος των συζητήσεων των Ευρωπαίων αξιωματούχων ήταν «σοκαριστικός». Κυριαρχούσαν οι «εκκλήσεις για λιτότητα» που θύμιζαν «δικαιοσύνη Παλαιάς Διαθήκης». Ολες οι εντός εισαγωγικών εκφράσεις προέρχονται από το βιβλίο του τότε υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ, ο οποίος, όπως είναι προφανές, παρακολουθούσε αποσβολωμένος όσα έλεγε η τρελοπαρέα των Σόιμπλε, Τόμσεν και λοιπών φονταμενταλιστών εκείνης της εποχής (Τ. Γκάιτνερ, «Stress Test», 2014).

Σκηνή δεύτερη, το 2020. Η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με την πανδημία και την πρωτοφανή οικονομική ύφεση που προκάλεσε. Η συμφωνία Μέρκελ – Μακρόν ανοίγει τον δρόμο για ένα ιστορικό βήμα στην ευρωπαϊκή πορεία με τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δισ.

Eίναι προφανές ότι άλλαξαν πολλά και θεμελιώδη στα δέκα χρόνια που χωρίζουν τις δύο στιγμές της Ευρώπης. Εξ ου και οι απόλυτα διαφορετικές προσεγγίσεις.

Ομως η κυριότερη αλλαγή προήλθε από τον καταστροφικό απολογισμό της διαχείρισης της κρίσης πριν από μία δεκαετία. Μια πολιτική στηριγμένη στην «τιμωρητική διάθεση» κυρίως της Γερμανίας και των δορυφόρων της, με ευαγγέλιο την αέναη λιτότητα, έφερε την Ευρώπη σε υπαρξιακή κρίση.

Στις περισσότερες χώρες σάρωσαν οι δυνάμεις του δεξιού και αριστερού λαϊκισμού. Ο ευρωσκεπτικισμός και ο ευρωαρνητισμός απέκτησαν βαθιές ρίζες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μια χώρα, η Βρετανία, αποχώρησε. Οι ανισότητες Βορρά – Νότου και οι φυγόκεντρες τάσεις Ανατολής – Δύσης διογκώθηκαν σε βαθμό που να απειλούν την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αν λοιπόν η Ευρώπη δεν άλλαζε γραμμή πλεύσης, ήταν εξαιρετικά πιθανό να εξέλθει κλινικά νεκρή από την κρίση της πανδημίας. Οχι από κορωνοϊό, αλλά από έναν ιδιότυπο κοινωνικό και οικονομικό φονταμενταλισμό. Αρα οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια ευρωπαϊκή στροφή υπήρχαν – και μάλιστα σε αφθονία. Ελειπε μόνο ο υποκειμενικός παράγοντας.

Αυτός λοιπόν ο υποκειμενικός παράγοντας φαίνεται ότι απέκτησε υπόσταση σε ένα πρόσωπο: την Ανγκελα Μέρκελ.

Η Γερμανίδα καγκελάριος, στο τέλος της πολιτικής διαδρομής της, είναι φυσικό να επιθυμεί να αφήσει το προσωπικό της αποτύπωμα στην Ευρωπαϊκή Ιστορία. Να θεωρείται και αυτή στο μέλλον ένας άνθρωπος της Ιστορίας, μια «founder» της Ευρώπης, δίπλα σε εμβληματικά πρόσωπα όπως ο Ντε Γκολ και ο Αντενάουερ, ο Μιτεράν και ο Κολ.

Για να το μεταφράσουμε αλλιώς, η Ανγκελα Μέρκελ είναι πλέον κοντά στο δικό της Last Dance. Και αυτό, είναι βέβαιο, δεν ήθελε να μοιάζει με τον «χορό των φαντασμάτων» του 2010. Ευτυχώς…