Από τη μία, το «κόμμα Σημίτη» στην κοινωνία δεν υπάρχει – άλλωστε και στην τελευταία δημοσκόπηση της MRB η δημοτικότητα του πρώην πρωθυπουργού βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Από την άλλη, το μπλοκ του αντι-Σημιτισμού χαίρει άκρας υγείας. Ενα μπλοκ που τέμνει εγκάρσια όλο το κομματικό σύστημα, με εκπροσώπους από την καραμανλική λαϊκή Δεξιά έως τους ακραίους του ΣΥΡΙΖΑ τύπου Πολάκη.

Αν για την πρώτη διαπίστωση τα πράγματα είναι απλά και εξηγήσιμα -ο Σημίτης άλλωστε παραμένει για μια δεκαπενταετία εκτός του ενεργού πολιτικού βίου-, για τη δεύτερη χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις.

Ενα διευρυμένο και επίμονο μπλοκ από ετερόκλητες και φαινομενικά αντίρροπες δυνάμεις αναλαμβάνει εργολαβικά την απαξίωση του πρώην πρωθυπουργού σχεδόν σε κάθε δημόσια παρέμβασή του. Από την προφητική ομιλία του στη Βουλή για το ΔΝΤ, τον Δεκέμβριο του 2008, όταν οι «επιφανείς» του καραμανλισμού τον κατηγόρησαν περίπου για «εθνική μειοδοσία», έως σήμερα αποδεικνύεται ότι οι εργολάβοι του αντι-Σημιτισμού παραμένουν ακαταπόνητοι. Χωρίς να πτοούνται από το γεγονός ότι οι προβλέψεις Σημίτη τις περισσότερες φορές επιβεβαιώθηκαν, ενώ τις δικές τους απόψεις θέλουν και οι ίδιοι να τις ξεχάσουν.

Για την καραμανλική Δεξιά τα πράγματα μοιάζουν ευεξήγητα. Η σύγκριση των δύο διαδοχικών περιόδων διακυβέρνησης, η οκταετία Σημίτη και η πενταετία Καραμανλή, είναι καταλυτική. Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε εμβριθείς αναλύσεις, απλώς μια παρατήρηση αρκεί. Ο πρώτος αναλυτικά και ακομπλεξάριστα έχει μιλήσει για το έργο του, ο δεύτερος κρύβεται πίσω από τον «όρκο της σιωπής». Αν υπάρχει ένα ανάλογο παράδειγμα αλαλίας στην παγκόσμια πολιτική ιστορία, καλό θα ήταν να το μαθαίναμε.

Το παράδοξο είναι ότι στο ξέφρενο μπλοκ του αντι-Σημιτισμού συμμετέχουν πρόσωπα από την Αριστερά. Πολλές φορές, μάλιστα, με παρόμοιο αφήγημα και επιχειρήματα με τους εκπροσώπους της λαϊκής Δεξιάς. Πώς γίνεται, για παράδειγμα, με αφορμή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις Κουμουτσάκος και Πολάκης να βαδίζουν χέρι-χέρι;

Το τρίγωνο

Εδώ χρήσιμο είναι να διευρύνουμε τη συζήτηση με την εξέταση ενός ακόμη πολιτικού παράδοξου. Καραμανλής – Σημίτης – Τσίπρας. Eνας δεξιός, ένας κεντροαριστερός και ένας αριστερός.

Πώς γίνεται ένας δεξιός (ο Καραμανλής) να φλερτάρει ανοιχτά έναν αριστερό (τον Τσίπρα); Γιατί ένας αριστερός (ο Τσίπρας) τοποθετείται απέναντι σε έναν κεντροαριστερό (τον Σημίτη), ο οποίος ποτέ δεν απέκρυψε ότι αποδίδει τεράστιες ευθύνες για τη χρεοκοπία της χώρας στον Καραμανλή, ένα ζήτημα που αποτέλεσε διαχρονικό ταμπού και απαγορευμένη συζήτηση για τον Τσίπρα;

Μέσα στο πολιτικό τρίγωνο Σημίτη – Τσίπρα – Καραμανλή καταγράφεται ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο και ακατανόητο παιχνίδι πολιτικού σουρεαλισμού την τελευταία δεκαπενταετία. Μόνο εκ πρώτης όψεως όμως…

Διαπίστωση πρώτη. Τσίπρας και Καραμανλής κινήθηκαν παράλληλα από την πρώτη στιγμή της πολιτικής τους συνύπαρξης, όταν στη Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του 2009 ο ένας συμμετείχε για πρώτη φορά ως πρόεδρος του ΣΥΝ και ο άλλος ως πρώην πρωθυπουργός της Ν.Δ. Εκτοτε, με ένα άτυπο μορατόριουμ, απέφυγαν οποιαδήποτε πολιτική σύγκρουση, δεν ενεπλάκησαν ποτέ σε καμία προσωπική διαμάχη.

Ως επιστέγασμα της βελούδινης συμφωνίας τους, η καραμανλική πτέρυγα της Ν.Δ. λειτούργησε περίπου ως συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση στα χρόνια της δια-κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλωστε, για να μην ξεχνιόμαστε, ο εκλεκτός του Τσίπρα για την Προεδρία της Δημοκρατίας ήταν και παραμένει ο Προκόπης Παυλόπουλος, ενώ από την καραμανλική Ν.Δ. προέρχεται και ο σταθερός συγκυβερνήτης του, ο Πάνος Καμμένος.

Διαπίστωση δεύτερη. Σημίτης και Τσίπρας αποτελούν το πιο κλασικό δείγμα τού «Δυο ξένοι στην ίδια πόλη». Ούτε μια συνάντηση, ούτε ένα ραντεβού για ανταλλαγή απόψεων στην πολύχρονη διαδρομή τους.

Παρότι τα πράγματα δεν ξεκίνησαν έτσι. Ακόμη και στο ταραγμένο πρώτο εξάμηνο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Σημίτης είχε τη βεβαιότητα -και τη μετέφερε στους πιο ανήσυχους συνομιλητές του- ότι ο Τσίπρας θα κατέληγε σε συμβιβασμό με τις Βρυξέλλες και δεν θα αποτολμούσε την έξοδο της χώρας από το ευρώ.

Για τον Σημίτη, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσώπευε σταθερά ένα αλλοπρόσαλλο μείγμα εθνολαϊκισμού και παρωχημένης αριστερίστικης κουλτούρας, έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, και γι’ αυτό τον έβλεπε ως πολιτικό αντίπαλο. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιζε τον Σημίτη και το εκσυγχρονιστικό σχέδιο όχι ως αντίπαλο αφήγημα, αλλά στην κυριολεξία ως εχθρούς. Το κακόγουστο αποτέλεσμα ήταν οι έρευνες στους τραπεζικούς λογαριασμούς του πρώην πρωθυπουργού και συγγενικών προσώπων του.

Το «πνεύμα Κωνσταντόπουλου»

Αν υπάρχει μια εξήγηση της εχθρότητας του ΣΥΡΙΖΑ προς τον Σημίτη, αυτή ανάγεται σε ορισμένες κρίσιμες στιγμές της γενεαλογικής ιστορίας του. Συγκεκριμένα, στη στιγμή Νίκου Κωνσταντόπουλου.

Ο μακροβιότερος πρόεδρος του ΣΥΝ άφησε παρακαταθήκη στην πολιτική ζωή έναν έξαλλο και φανατικό αντιπασοκισμό που κατέληξε μετά τον θάνατο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ σε έναν ακραίο και χωρίς όρια αντι-Σημιτισμό. Για τον Κωνσταντόπουλο, ο Σημίτης ήταν το συνώνυμο του «συστήματος διαπλοκής». Παρεμπιπτόντως, για να αναδειχθεί πλήρως η… οξυδέρκεια της ανάλυσής του, ο Σημίτης αντιπροσώπευε το «δεξιό ΠΑΣΟΚ των ελίτ», ενώ ο Ακης Τσοχατζόπουλος το «πατριωτικό», «λαϊκό» και «αριστερό» ΠΑΣΟΚ.

Φαίνεται ότι αυτή η πολιτική ανάλυση, που μοιάζει περισσότερο με παραλήρημα εμμονών και ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών από το παρελθόν, πέρασε με μια περίεργη πανουργία της Ιστορίας στα μυαλά της νεότερης ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και στη γενιά του Τσίπρα.

Ομως το «πνεύμα Κωνσταντόπουλου» τους κληροδότησε και πρόσθετα παράδοξα στοιχεία. Το ακομπλεξάριστο φλερτ με τη λαϊκή Ν.Δ. του Κ. Καραμανλή και την υιοθεσία των «ορφανών του Ακη» και του πιο παλιού και αναχρονιστικού ΠΑΣΟΚ.

Και οι δύο κληρονομιές αναδύθηκαν στην επιφάνεια αρκετά χρόνια μετά, γύρω στο 2012, και καθόρισαν την εκρηκτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία. Ποιος υποστηρίζει ότι η Ιστορία δεν διαθέτει αδιανόητη φαντασία;

Ανατροπές

Αν είναι εφικτή μια πρώτη αποτίμηση της δυναμικής που δημιουργήθηκε στο τρίγωνο Σημίτη – Τσίπρα – Καραμανλή την προηγούμενη δεκαετία, τότε τα συμπεράσματα είναι προφανή. Ο Τσίπρας ήταν ο πιο κερδισμένος, αφού κατάφερε να αξιοποιήσει προς όφελός του τόσο την υποστήριξη της καραμανλικής Δεξιάς όσο και την περιθωριοποίηση του Κ. Σημίτη. Δευτερευόντως, κερδισμένος αναδεικνύεται και ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος κέρδισε μια απρόσμενη πολιτική ασυλία.

Δεν είναι όμως βέβαιο ότι και στον επόμενο πολιτικό κύκλο οι ισορροπίες θα παραμείνουν στατικές. Για παράδειγμα, η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλάζει συνολικά το πολιτικό τοπίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν επιθυμεί να συνεχίσει στην ίδια στρατηγική τροχιά που άνοιξε με τη Συμφωνία των Πρεσπών, οφείλει με την ίδια συνταγή να κινηθεί και στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Με την επεξεργασία προτάσεων και πρωτοβουλιών, οι οποίες θα κατευθύνονται σε μια συμβιβαστική επίλυση των διαφορών για τις ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, με τελευταίο σταθμό το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Με άλλα λόγια, στις νέες συνθήκες, ο Τσίπρας είναι αναγκασμένος να ανακαλύψει τα πλεονεκτήματα μιας νέου τύπου «στρατηγικής του Ελσίνκι». Αρκετά μακριά από τη «σχολή σκέψης» των μέχρι τώρα συνοδοιπόρων του, δηλαδή τη «διπλωματία της αδράνειας» του Κ. Καραμανλή και τις κραυγές του «υπερπατριωτικού ΠΑΣΟΚ». Και πιο κοντά στη «σχολή σκέψης» του Κ. Σημίτη. Λέτε η φαντασία της Ιστορίας να είναι τόσο αστείρευτη;