Πριν από δύο δεκαετίες έκανε σπουδαία καριέρα μια φράση του Γιάννη Λούλη, ότι «η Ν.Δ. είναι ένα φθαρμένο προϊόν». Η διαπίστωση ταιριάζει γάντι με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα φθαρμένο προϊόν. Ο πρώτος που αντιλήφθηκε το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Γι’ αυτό με τη δήλωσή του από τα γραφεία της «κλαίουσας» Κουμουνδούρου, το βράδυ των εθνικών εκλογών, επαγγέλθηκε την αλλαγή, τη διεύρυνση και τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά τη δημιουργία ενός νέου ΣΥΡΙΖΑ.

Περίπου 11 μήνες μετά την εκλογική ήττα, το μοναδικό απτό αποτέλεσμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ της αμηχανίας, της Βαβέλ και των πολλών ταχυτήτων. Σε άλλη τροχιά κινείται ο Τσίπρας και μια στενή ηγετική ομάδα γύρω από αυτόν. Σε άλλη κατεύθυνση τα περισσότερα κορυφαία στελέχη. Ομως κι εδώ, οι τροχιές είναι αναρίθμητες και ζαλίζουν. Καθαρές διαχωριστικές γραμμές με βάση αυθεντικά πολιτικά κριτήρια δεν ανιχνεύονται. Οι οριοθετήσεις είναι ασαφείς και τεμνόμενες. Στα σύνορα και τις ομάδες οι προσωπικές θέσεις, οι ιστορικές διαδρομές και οι πολιτικές απόψεις συγχέονται.

Η «γεωμετρία» του χάους ενισχύεται από τα πρόσωπα της διεύρυνσης που εντάχθηκαν προεκλογικά στην «Προοδευτική Συμμαχία», προσθέτοντας άφθονο υλικό για νέες αντιπαλότητες, οι περισσότερες για τη «βιτρίνα» και επί του προσωπικού.

Οι «ταλιμπάν»

Πώς μπαίνει τάξη στο χάος; Το εγχείρημα είναι προφανές ότι βαραίνει κατά κύριο λόγο το μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς της Βαβέλ του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τον ίδιο τον Τσίπρα. Είναι ο μόνος που μπορεί να το κάνει ίσως γιατί το έχει επαναλάβει στο πρόσφατο παρελθόν.

Ο Τσίπρας οδήγησε την περίοδο 2010-15 έναν «αστερισμό» ομάδων και ρευμάτων με αντιφατικά και αλλοπρόσαλλα στοιχεία σε έναν πρωτότυπο πολιτικό οργανισμό, που σταδιακά εξελίχθηκε σε κόμμα εξουσίας. Γιατί μάλλον είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι θα μπορούσε χωρίς τον Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε γίνει κόμμα εξουσίας. Μπορεί να επαναλάβει το έργο;

Ενα είναι βέβαιο. Οτι η συγκυρία της σημερινής εποχής δεν μοιάζει με την «πρώτη φορά». Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία το 2015 γιατί καβάλησε το ρεύμα μιας κοινωνίας διαλυμένης από την κρίση και τα μνημόνια. Με ένα πολιτικό σύστημα, το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., το οποίο είχε αποτύχει στη διαχείριση της κρίσης – στον βαθμό που δεν την είχε προκαλέσει το ίδιο. Το παραδοσιακό αστικό σύστημα, ο παλιός δικομματισμός που οργάνωσε την ελληνική κοινωνία μετά τη Μεταπολίτευση, είχε καταρρεύσει. Αρκετά πριν δεχτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ τη χαριστική βολή. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντίκρισε… ερείπια μπροστά του. Και πάνω σε αυτά περπάτησε προς την εκλογική νίκη του 2015.

Σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά. Μέσα από μια τροχιά «βίαιης ωρίμανσης» μετά από μια δεκαετία κρίσης, οι αξίες, οι νοοτροπίες και οι επιδιώξεις άλλαξαν. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποδόμησε τελεσίδικα ακόμη και τις ύστερες ουτοπίες, όπου αυτές παρέμεναν ζωντανές.
Για να επανέλθουμε μετά τη σύντομη παρακαμπτήριο στον ΣΥΡΙΖΑ, η πρώτη διαχωριστική γραμμή είναι αυτονόητη.

Ποιοι κατανοούν και αποδέχονται τις αλλαγές στον σκληρό πυρήνα της κοινωνίας και ποιοι επιμένουν σε απλοϊκότητες του τύπου «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν». Οι δεύτεροι συνεχίζουν να πιστεύουν ακράδαντα σε μια επανάληψη της στρατηγικής της «πρώτης φοράς».

Αναγκαστικά λοιπόν επιλέγουν μια ακραία πολωτική αντιπολίτευση με την κυβέρνηση της Ν.Δ., με τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα επανέλθουν στην εξουσία σαν ώριμα φρούτα… Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να καταταγούν στην πρώτη γραμμή των «χορηγών» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οσο και να βαυκαλίζονται ότι θα ξανάρθουν και «τη δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς», δεν καταλαβαίνουν ότι τόσο με τον αγροίκο πολιτικό λόγο τους όσο και με το αποκρουστικό ύφος τους αποκλείουν την πιθανότητα μιας «δεύτερης φοράς».

Οι «δημογέροντες»

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι «ταλιμπάν». Αλλωστε αυτοί συνήθως εγκλωβίζονται στο ρεπερτόριο της γραφικότητας και καταλήγουν ακίνδυνοι. Τα μεγαλύτερα βαρίδια είναι η κομματική γραφειοκρατία του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ» του 4%. Οι «δημογέροντες», οι «φοβικοί» και τα «ιστορικά στελέχη» της Κουμουνδούρου. Πρόσωπα κατά τα άλλα σεβαστά και με αξιοσημείωτη ιστορία στην Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα πρόσωπα που γέρασαν και αφυδατώθηκαν στους μικρόκοσμους, στα παρασκήνια και τις ίντριγκες μιας μειοψηφικής αριστερής παράδοσης.

Εχει ενδιαφέρον η σχέση των «δημογερόντων» με τον Τσίπρα. Οι περισσότεροι από την αρχή της θεαματικής εμφάνισής του στο προσκήνιο τον αντιμετώπισαν περίπου ως ένα «αναγκαίο καλό». Ως έναν άνθρωπο με επικοινωνιακό χάρισμα, που διέθετε επαφή με την κοινωνία και κατάφερνε να λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης της πολιτικής «σοφίας» τους. Κάτι δηλαδή σαν ένας καλός πλασιέ που «προσελήφθη» για τα ταλέντα του. Τους άρεσε για τη δημοτικότητά του, δεν αποδέχονταν την ηγετικότητά του.

Στις περισσότερες εσωκομματικές κόντρες πήγαιναν συνήθως απέναντι. Θεώρησαν ουτοπία τη στρατηγική της «κυβέρνησης της Αριστεράς» στις εκλογές του 2012. Μάλιστα κάποιοι εξ αυτών είχαν προτείνει όταν ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την πρώτη διερευνητική εντολή ως δεύτερο κόμμα μετά τις εκλογές του Μαΐου 2012, να την παραδώσει ακαριαία. Ισως για να μη «μολυνθούν» από τις ευθύνες της διακυβέρνησης. Στη συνέχεια, έως τις εκλογές του 2015 και μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, ανακάλυψαν τον «έρωτά» τους με τον Αλέξη. Ενας «έρωτας» όμως που είχε περισσότερο την εξουσία ως αντικείμενο του πόθου και όχι τον Τσίπρα.

Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποιοι ανήκουν στη «δημογεροντία» του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε αν οι απόψεις τους είναι κατά περίπτωση «δεξιές», «αριστερές», «σκληρές» ή «μετριοπαθείς». Η αρχέγονη παθογένεια των «δημογερόντων» της Κουμουνδούρου είναι ότι επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους τον ρόλο του θεματοφύλακα της «συνείδησης της Αριστεράς». Αντιδρούν ενστικτωδώς στις αλλαγές και τον «μοντερνισμό» του ΣΥΡΙΖΑ γιατί φοβούνται ότι το μέλλον δεν τους περιέχει. Oταν αδυνατούν να ανακόψουν τις αλλαγές επιχειρούν να τις ευνουχίσουν. Για «αλλαγή» του ΣΥΡΙΖΑ μίλαγε ο Τσίπρας το βράδυ των εκλογών, «επιδερμικές» χαρακτήριζαν αυτές τις απόψεις εκπρόσωποι της «δημογεροντίας» την επόμενη μέρα.

Ο νέος μεσαίος χώρος

Ενα πρώτο συμπέρασμα. Ενα χρόνο μετά την εκλογική ήττα ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει εγκλωβισμένος μεταξύ «ταλιμπάν» και «δημογερόντων». Με τον Τσίπρα αυτοπεριοριζόμενο προς το παρόν σε ρόλο επιδιαιτητή. Στους συνομιλητές του εκφράζει την αποστροφή που νιώθει απέναντι και στις δύο «ομάδες» και «σχολές σκέψης». Παραδέχεται ότι ο πολιτικός σχεδιασμός του εκτείνεται μακριά από τον μικρόκοσμο της Κουμουνδούρου.

Στέλνει μηνύματα (όπως με την πρόσφατη συνέντευξη στην «Κυριακάτικη Αυγή»), αλλά μάλλον σε ώτα μη ακουόντων. Πιθανόν διστάζει να προχωρήσει σε ένα πολιτικό και προσωπικό ξεκαθάρισμα. Διστάζει να κόψει τους ομφάλιους λώρους. Μια εύλογη εξήγηση για τους δισταγμούς είναι το σενάριο ενός εκλογικού αιφνιδιασμού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, το οποίο είναι βέβαιο ότι απεύχεται. Αρα η συγκυρία δεν επιτρέπει αφαιρέσεις.

Ενα πάντως είναι βέβαιο. Οτι χρειάζεται χρόνο, τον οποίο προς το παρόν φαίνεται ότι διαθέτει. Μόνο που στην πολιτική ο χρόνος ποτέ δεν είναι ατέρμονος.
Το αναμφισβήτητο συμπέρασμα από το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου είναι ότι αποκρυσταλλώθηκαν οι όροι για ένα νέο πρωτότυπο δικομματισμό και παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε στη διαμάχη με το ΚΙΝ.ΑΛ. για την κυριαρχία στην Κεντροαριστερά/Αριστερά. Μια συνθήκη αναγκαία, όχι όμως και ικανή για τη διεκδίκηση της «δεύτερης φοράς».

Στη νέα ανθρωπογεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ έχει προστεθεί κυρίως μετεκλογικά μια νέα «συνιστώσα». Οι νεοσύλλεκτοι «πασοκογενείς» και οι διάφοροι αυτοπροσδιοριζόμενοι «σύμβουλοι», οι οποίοι έφεραν στο προσκήνιο μια νέα απλοϊκότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο κληρονόμος της «δημοκρατικής παράταξης», άρα ο δρόμος είναι… μονόδρομος. Αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιγράψει το ΠΑΣΟΚ και ο Τσίπρας να μελετήσει με μεγαλύτερη επιμέλεια τον Ανδρέα.

Πολύ εύκολη συνταγή για να είναι και ρεαλιστική. Η παλιά «δημοκρατική παράταξη» αποτελεί unique δημιούργημα. Συγκροτήθηκε με βάση την αντίθεση Δεξιάς/αντι-Δεξιάς και προσέφερε ίσως το πιο συναρπαστικό αφήγημα της Μεταπολίτευσης. Ομως σήμερα αναπαύεται στα μουσεία. Η Ν.Δ. δεν αποτελεί μια κλασική Δεξιά και ο Κυριάκος μπορεί να είναι ένας Μητσοτάκης, αλλά πολιτικά είναι οφθαλμαπάτη να εκλαμβάνεται ως «γιος του πατέρα» του.

Ακόμη χειρότερα για τους «dejaβίστες» του Ανδρέα, το σημερινό Κέντρο που αποτέλεσε τον σκληρό πυρήνα της «δημοκρατικής παράταξης» κρύβει δύο σοβαρά στρατηγικά μειονεκτήματα για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτον, ο Μητσοτάκης έχει «αποικίσει» το Κέντρο, εκτείνοντας την επιρροή του ακόμη και σε ευάριθμο τμήμα της εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς. Δεύτερον, πολιτικά και κοινωνικά το Κέντρο, μαζί με το κοινωνικό του υποστύλωμα, τον μεσαίο χώρο, έχει θεμελιώδεις αλλαγές σε σχέση με το παρελθόν.

Ωρα αποφάσεων

Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι το Κέντρο, ο μεσαίος χώρος, είναι το κλειδί της εκλογικής πλειοψηφίας. Ομως αυτή η διαπίστωση δεν κρύβει κανέναν θησαυρό. Εξ ου και οι καλοπροαίρετες εισηγήσεις αρκετών ρεαλιστών στο περιβάλλον του Τσίπρα «περί αναγκαίας στροφής στο Κέντρο» δεν συνιστούν το απαύγασμα της πολιτικής σοφίας. Γιατί δεν προσδιορίζουν ποιο είναι το νέο Κέντρο σήμερα και ποιος ο νέος μεσαίος χώρος.

Ο μεσαίος χώρος την περίοδο 2010-15 λεηλατήθηκε εκλογικά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί οι καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες της χρεοκοπίας δημιούργησαν την επιθυμία για επιστροφή στις προηγούμενες «καλύτερες μέρες». Οι αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ για το «σκίσιμο των μνημονίων», «μια άλλη Ευρώπη» και «μια άλλη πολιτική» βρήκαν υλική υπόσταση στις επιθυμίες του μεσαίου χώρου και δημιούργησαν ένα εκρηκτικό εκλογικό και κοινωνικό ρεύμα.

Σε ποια προτάγματα θεμελιώνονται σήμερα το Κέντρο και ο μεσαίος χώρος; Μετά την επώδυνη διάψευση της «μαγικής ανατροπής», ο μεσαίος χώρος εμφανίζεται πιο πραγματιστικός. Πιο προσγειωμένος στην πραγματικότητα. Επιζητεί την πολιτική σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Τη μείωση των φόρων, μια πιο αξιοπρεπή λειτουργία του κράτους. Μια πολιτική κουλτούρα μακριά από εμφύλιες συγκρούσεις, περισσότερο προσανατολισμένη στη σύνθεση και τη συνεννόηση.

Πάνω σε αυτά τα συστατικά του σύγχρονου μεσαίου χώρου στηρίζεται η κυριαρχία του Μητσοτάκη. Γιατί κατάφερε να συντονίσει τον πολιτικό λόγο του πάνω στα νέα κοινωνικά συμφραζόμενα πιο γρήγορα από τον Τσίπρα. Με την ίδια μέθοδο κινήθηκε στην κρίση με την Τουρκία και στη διαχείριση της πανδημίας. Το αποτέλεσμα είναι να συσσωρεύσει πρόσθετο πολιτικό κεφάλαιο στον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησηςς.

Με τις νέες πραγματικότητες του μεσαίου χώρου πρέπει να αναμετρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλιώς θα μείνει στις ονειρώξεις της επανεμφάνισης ενός νέου δημοκρατικού-αντιδεξιού μετώπου και στις αναμνήσεις μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ομως το project δεν είναι εύκολο. Εξ ου και η στρατηγική αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κρύβεται πίσω από ανόητες διαμάχες για «νεο-αυριανιστές» και άλλα παρεμφερή.

Για να επανέλθουμε: Ο Τσίπρας διαθέτει χρόνο, αλλά ο χρόνος στην πολιτική κάποτε τελειώνει. Αυτή η περίεργη συγκατοίκηση με τη Βαβέλ του ΣΥΡΙΖΑ είναι επιτρεπτή μετά από μια βαριά εκλογική ήττα, γιατί αν οι αποφάσεις ληφθούν εν θερμώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να κυριαρχήσουν οι τάσεις αποσύνθεσης, κάτι που είναι μοιραίο για ένα κόμμα εξουσίας.

Ομως, από την άλλη πλευρά, η επιμήκυνση της συγκατοίκησης με όλους θολώνει την εικόνα του ίδιου του Τσίπρα. Γιατί μέσα από άπειρους συμβιβασμούς με την κομματική νομενκλατούρα χάνεται η επαφή με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αλλάξει, στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση κινδυνεύει να σηματοδοτεί το παλιό, το ξεπερασμένο και την επιστροφή στο παρελθόν. Δημιουργώντας μια νέα αυταπάτη, αυτή της «δεύτερης φοράς».