Η ακύρωση του προσυμφωνημένου ραντεβού Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη και η εμφάνιση του Τούρκου προέδρου στο Οβάλ Γραφείο με τον Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτούν ένα νέο ρευστό σκηνικό για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Oι ισορροπίες αλλάζουν και ο Μητσοτάκης καλείται να αναπροσαρμόσει άμεσα στρατηγική και τακτικές. Ο Ερντογάν αγόρασε από τις ΗΠΑ όσα ήθελε ο Τραμπ, αλλά πρέπει να δώσει κι άλλα, κυρίως να ξεχάσει την… κακή συνήθεια να πατάει σε δύο βάρκες. Από τη μία στη Ρωσία και την Ανατολή και από την άλλη στις ΗΠΑ και τη Δύση. Εκεί θα κριθεί αν τελικά μπει στο πρόγραμμα των F-35. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει όμως είναι τι έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μας από εδώ και πέρα και πώς θα πετύχει να υπερασπίσει με διπλωματικά και πιθανόν με στρατιωτικά μέσα τις θέσεις της στα εθνικά θέματα.
Μετά την επικοινωνιακή «κατάκτηση» του Λευκού Οίκου, η προσπάθεια της Τουρκίας εστιάζεται να μπει στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα αμυντικής συνεργασίας SAFE. Αν το Βερολίνο, το Παρίσι ή οι Βρυξέλλες ανοίξουν δρόμο στην τουρκική συμμετοχή, τότε η Αγκυρα αποκτά πρόσβαση σε τεχνολογίες, αλυσίδες εφοδιασμού και πολιτική κάλυψη που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των ελληνικών προσπαθειών. Η Αθήνα και η Λευκωσία έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους. Αν όμως η Ευρώπη προτιμήσει την «οικονομικο-γεωστρατηγική ευκολία», το κόστος θα το καταβάλει η Ελλάδα.
Η χάραξη των θαλάσσιων ζωνών και το ενεργειακό παραμένουν το επίκεντρο των σύγχρονων ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων. Το σχέδιο για το καλώδιο Κρήτης – Κύπρου και οι επαφές με Ισραήλ εντάσσονται σε μια στρατηγική που αποσκοπεί όχι μόνο στην ενεργειακή ασφάλεια, αλλά και στην άμυνα της περιοχής απέναντι στις τουρκικές βλέψεις. Η Αγκυρα έχει εκφράσει εντονότατη αντίθεση και δεν διστάζει να προειδοποιήσει με χρήση στρατιωτικών μέσων. Ετσι, κάθε απόπειρα υλοποίησης του έργου μπορεί να μετατρέψει την Ανατολική Μεσόγειο σε πιθανό πεδίο «θερμής» σύγκρουσης. Στο ενεργειακό μέτωπο, η σύγκρουση για ΑΟΖ και οι γεωτρήσεις προς αναζήτηση πετρελαίου ή αερίου παραμένουν ένα εργαλείο στα χέρια του Ερντογάν με μοχλό τη Λιβύη και στόχο τις πιέσεις προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η Αθήνα πρέπει να προστατεύσει συμφωνίες με τρίτες χώρες και τους διεθνείς επενδυτές (Chevron), αλλά και να είναι ρεαλιστική ως προς το κόστος προστασίας των υποδομών .
Στρατιωτικά, το επόμενο διάστημα θα είναι περίοδος «μικρών τετελεσμένων». NAVTEX, στρατιωτικές ασκήσεις και παρεμβάσεις στις έρευνες που στοχεύουν στη μέτρηση των αντοχών της Ελλάδος και την επιβολή νέων τετελεσμένων.
Η απάντηση της Αθήνας πρέπει να είναι διττή. Από τη μία, να μεγιστοποιήσει τις δυνάμεις αποτροπής στο πεδίο (ετοιμότητα, επιχειρησιακή ευελιξία, προστασία υποδομών) και ταυτόχρονα να διεθνοποιήσει το πρόβλημα. Να κάνει σαφές σε όσους «νομιμοποιούν» την Τουρκία ότι στηρίζουν πρακτικά την αποσταθεροποίηση της περιοχής. Οι τριμερείς συνεργασίες (Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος) δεν αποτελούν πανάκεια. Η έχθρα Ερντογάν – Νετανιάχου και οι ευρύτερες περιφερειακές αναταράξεις μπορούν να περιορίσουν την πρακτική αξία αυτών των σχημάτων σε κρίσιμες στιγμές. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά σε συμμάχους, αλλά και να χτίσει εσωτερική αντοχή σε πόρους και υποδομές.
Πολιτικά, η ρητορική της «σκληρής γραμμής» θα βρει το επόμενο διάστημα ευρεία απήχηση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλά απαιτεί υψηλό κόστος. Οσοι στην Ελλάδα ζητούν «σκληρές λύσεις» πρέπει παράλληλα να δεσμευτούν για την κάλυψη του οικονομικού, διπλωματικού και κοινωνικού κόστους. Η αποτροπή δεν είναι θέαμα, είναι μακροχρόνια δέσμευση. Το ζήτημα είναι ποιοι θα σηκώσουν το κόστος όταν η ένταση μεταφραστεί σε οικονομικούς και θεσμικούς κραδασμούς. Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται δεν αφήνει πολλά περιθώρια για «μαλακές» λύσεις χωρίς υποχωρήσεις.
Με δεδομένη την επανεκκίνηση δεσμών Αγκυρας – Ουάσινγκτον, την πίεση γύρω από την ένταξη στο SAFE και την οικονομικο-στρατιωτική σύγκρουση για το καλώδιο Κρήτης – Κύπρου, η μετατόπιση της Ελλάδος προς μια de facto «σκληρή γραμμή» απέναντι στην Τουρκία δεν είναι πλέον επιλογή, είναι αποτέλεσμα των συνθηκών. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη μπροστά στο δίλημμα. Είτε αποδέχεται μια μόνιμη, υψηλού κόστους αποτροπή και συνακόλουθα πιο ακραίες συνέπειες, είτε θα προσπαθήσει να διαπραγματευθεί συμβιβασμούς που απαιτούν υψηλό ρίσκο για τη διατήρηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Η πολιτική πραγματικότητα οδηγεί τώρα με περισσότερη αποφασιστικότητα στη διαπίστωση: «Πάμε αναγκαστικά σε σκληρή γραμμή με την Τουρκία, κι όποιος αντέξει».
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.