Είναι αλήθεια πως η ειδησεογραφία με την οποία κατακλυζόμαστε το τελευταίο διάστημα είναι, τις περισσότερες φορές, γροθιά στο στομάχι. Μια ειδησεογραφία που μαυρίζει την ψυχή. Ακρίβεια που κατατρώει το διαθέσιμο εισόδημα της πλειονότητας των νοικοκυριών, τρόμος για τον επερχόμενο χειμώνα και πώς θα αντιμετωπιστούν οι ανάγκες θέρμανσης, ο πολύμηνος πόλεμος στην Ουκρανία και ο φόβος για τα πυρηνικά, η κλιμάκωση των απειλών από την Τουρκία, αλλά κι όλα αυτά τα θλιβερά και αποτρόπαια σεξουαλικά εγκλήματα που έρχονται στο φως και μας κάνουν να αναρωτιόμαστε σε τι κοινωνία ζούμε και με ποιους συμβιώνουμε και συνυπάρχουμε.

Ακόμα και τα φαινόμενα τύπου Πάτση, που τραυματίζουν έτι περαιτέρω την αξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού που επιλέξαμε να μας εκπροσωπεί.

Μέσα σε αυτό λοιπόν τον θλιβερό κυκεώνα μια είδηση που ήρθε από το εξωτερικό μας θυμίζει πως Ελλάδα δεν είναι μόνο όλα τα προηγούμενα. Υπάρχουν και αχτίδες αισιοδοξίας, πως γίνονται πράγματα και εγγράφονται υποθήκες για ένα καλύτερο μέλλον.

Αναφέρομαι στον δείκτη του Economist Intelligence Unit για το 2022 που διαπιστώνει πως η Ελλάδα καταγράφει ρεκόρ στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ανεβάζοντάς την στην παγκόσμια κλίμακα κατά 16 θέσεις στα 3 τελευταία χρόνια. Και το αποτέλεσμα αυτό προφανώς δεν ήρθε από μόνο του. Έχει γίνει δουλειά, έχουν γίνει μεταρρυθμίσεις, έχει εξορθολογισθεί η φορολογία, έχει μειωθεί η γραφειοκρατία και το κυριότερο έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και η σταθερότητα στη χώρα. Κι αυτή η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος απεικονίζεται εναργέστατα στην προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων όπου καταγράφεται επίσης ρεκόρ και μάλιστα εν μέσω, ενός δυσμενούς διεθνούς κλίματος.

Μα, θα πει κανείς, «ε, και τι μ’ αυτό; Αυτή η βελτίωση του περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις μάς λύνει τα προβλήματα της καθημερινότητας ή γίναμε ξαφνικά το παγκόσμιο επενδυτικό Ελ Ντοράντο;». Προφανώς και όχι. Έχουν πολλά να γίνουν για να πούμε πως καταφέραμε να ανεβάσουμε το βιοτικό μας επίπεδο στον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Έχουν πολλά να γίνουν για να μας εμπιστεύονται οι ξένοι επενδυτές με κλειστά μάτια. Έχουν πολλά να γίνουν, για να βρίσκουν τα Ελληνόπουλα καλοπληρωμένες δουλειές και ο κατώτατος μισθός να προσεγγίσει αυτούς της Ευρωζώνης. Υπάρχουν ακόμα πολλά αντικίνητρα για τους υποψήφιους επενδυτές όπως, για παράδειγμα, η απελπιστικά αργή απονομή της Δικαιοσύνης.
Χρειάζονται πολλές ακόμα μεταρρυθμίσεις για να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η πολυδαίδαλη γραφειοκρατία και κυρίως στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης όπου ελάχιστα βήματα εκσυγχρονισμού έχουν γίνει.

Και μπορεί το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής να έχει πετύχει σημαντικά επιτεύγματα στα τελευταία χρόνια που απλοποιούν το κυνήγι χαρτιών και πιστοποιητικών από τον πολίτη, αλλά υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μέχρι να μεταβούμε στην ψηφιακή εποχή, όπως το ‘χουν καταφέρει άλλες χώρες. Έχουν όμως μπει ισχυρές βάσεις και το σημαντικότερο έχει επιδειχθεί ισχυρή βούληση για καινοτόμες μεταρρυθμίσεις. Ο πήχης όμως βρίσκεται ακόμα ψηλά και ψηλώνει διαρκώς. Αρα, ουδείς μπορεί να επαναπαύεται στις πρόσκαιρες επιτυχίες.

Το θέμα όμως είναι αν και οι επόμενες κυβερνήσεις θα συνεχίζουν να κτίζουν πάνω σε αυτά που έχουν κατακτηθεί κι αν θα βλέπουν με την ίδια ματιά το μέλλον. Αν, δηλαδή, θα θέτουν ως ύψιστη προτεραιότητα τη διαρκή ανάπτυξη της οικονομίας. Μια ανάπτυξη που θα διαχέεται με δίκαιο τρόπο στην κοινωνία και χωρίς αγκυλώσεις και διαχωρισμούς με νέες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, οργανωμένο και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα και ένα κράτος δίπλα και όχι απέναντι στον πολίτη.

Και σ’ αυτό ερώτημα, τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο, τον έχουν οι πολίτες που βλέπουν, κρίνουν και συγκρίνουν. Τουλάχιστον εκείνη η μάζα που δεν βλέπει τα κόμματα με οπαδικά κριτήρια και ωσάν να επρόκειτο για ταύτιση με ποδοσφαιρική ομάδα που δεν αλλάζει κανείς, εφ’ όρου ζωής.