Οι προθέσεις της Αθήνας είναι ξεκάθαρες. Θέλει (και ορθώς) να πάμε σ’ ένα ήσυχο καλοκαίρι στο Αιγαίο, χωρίς εντάσεις και κλίμα πολέμου με υποβρύχια και μαχητικά αεροσκάφη, όπως έγινε πέρυσι. Κανείς όμως δεν γνωρίζει πώς σκέφτεται, απέναντι, ο Ταγίπ Ερντογάν και κυρίως τι θα πράξει ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας στη Θράκη και τι θα πει απόψε και αύριο στην Αθήνα.

Οι πρώτες ενδείξεις είναι μάλλον αρνητικές. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου είχε την επιλογή να αρχίσει την επίσκεψη από τα Χανιά και το πατρικό σπίτι του Κυριάκου Μητσοτάκη, μια κίνηση υψηλού συμβολισμού που θα έδειχνε τη βούληση και των δύο πλευρών να πάμε επιτέλους σε φάση ύφεσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αντίθετα, επέλεξε να αρχίσει από τη Θράκη και η λογική λέει πως δεν θα είναι μια «ήσυχη, ιδιωτική περιοδεία». Αν κρίνουμε από την παρουσία Ερντογάν, με το Κοράνι στα χέρια, στην Αγια-Σοφιά και τις τουρκικές αντιδράσεις για τα Ελληνόπουλα (όπως τα αποκάλεσε ο πρωθυπουργός στη διαδικτυακή συνομιλία μαζί τους) του χωριού Πάχνη της Ξάνθης, πάμε προς το δυσμενές σενάριο.

Είμαι σχεδόν βέβαιος πως ο «αγαπητός Μεβλούτ» θα επιδιώξει, με κάποιο τρόπο, μια ρεβάνς από τον ομόλογό του Νίκο Δένδια, μετά τη δημόσια αντιπαράθεσή τους στην Αγκυρα. Τις επόμενες ώρες θα γνωρίζουμε με ποιο τρόπο ο Τσαβούσογλου θα επιδιώξει να… ισοφαρίσει τις εντυπώσεις που έχασε εντός έδρας. Σημασία όμως δεν έχουν τόσο οι εντυπώσεις, αλλά η ουσία. Και πρέπει να δούμε όσο πιο ρεαλιστικά μπορούμε τι έχουμε μπροστά μας με βάση την εμπειρία των τελευταίων χρόνων. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν τρεις σημαντικές παραδοχές.

Πρώτη και πιο σημαντική, ο Ερντογάν και μαζί του η Τουρκία βρίσκονται διεθνώς σε πολύ δύσκολη θέση. Ο πρόεδρος Μπάιντεν έκανε πράξη τις ελληνικές ελπίδες και στρίμωξε τον «Σουλτάνο» διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά και κυρίως στρατιωτικά με το θέμα των F35. Σχεδόν καμία τουρκική πρόκληση σε σχέση με την Ελλάδα, και όχι μόνο, δεν έχει μείνει αναπάντητη από τις ΗΠΑ. Με τον Πούτιν βρίσκεται σε μια διαρκή σχέση λυκοφιλίας (με τελευταίο επεισόδιο την ουσιαστική απαγόρευση Ρώσων τουριστών να επισκεφθούν την Τουρκία), οι Αραβες δεν θα δεχθούν ποτέ την κηδεμονία του και όσον αφορά το Ισραήλ, οι τελευταίες εξελίξεις έριξαν κι άλλο λάδι στην παλιά έχθρα. Το οξύμωρο είναι ότι μόνο η Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικά ορισμένοι εταίροι μας, όπως η Γερμανία, εξακολουθούν να κανακεύουν τον Ερντογάν, αλλά δεν μπορούν να τον πάρουν και στην αγκαλιά τους. Την ίδια στιγμή, η οικονομική κατάσταση στην Τουρκία εξελίσσεται από το κακό στο χειρότερο, οι κοινωνικές αντιδράσεις υποβόσκουν και ο ίδιος ο Ερντογάν φέρεται να βρίσκεται στην τρίτη ή και στην τέταρτη θέση των δημοσκοπήσεων. Ολα τα παραπάνω κάνουν λιγότερο επικίνδυνο τον Ερντογάν; Καθόλου. Το αντίθετο, μάλιστα, μπορεί να τον κάνουν πιο προκλητικό και πιο επικίνδυνο στο Αιγαίο.

Διαπίστωση δεύτερη: Η Ελλάδα αναγκάστηκε να μπει ξανά σ’ αυτό το παιχνίδι των εξοπλισμών (και δυστυχώς έπρεπε να το κάνει), αλλά μοιάζει σχεδόν αδιανόητο να εμπλακεί σε θερμό επεισόδιο ή ακόμη χειρότερα σε γενικευμένο πόλεμο. Οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί είναι χρήσιμοι για την αποτροπή μιας σύρραξης, αλλά μέχρι εκεί. Αν κάποιος πατήσει το κουμπί, δεν γνωρίζουμε πώς, πότε και με ποιο κόστος θα ξεμπλέξουμε. Αυτή την… απροθυμία μας να μπούμε σε στρατιωτική σύγκρουση την ξέρουν και στην Τουρκία, γι’ αυτό υπάρχει σοβαρή πιθανότητα όλο και να εντείνουν τις προκλήσεις στο Αιγαίο και ίσως στη Θράκη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ώστε να δημιουργήσουν νέα τετελεσμένα.

Διαπίστωση τρίτη. Ο διάλογος με την Τουρκία δεν προχωράει και δεν μπορεί να προχωρήσει όσο κι αν το θέλουμε στην Ελλάδα. Ο Ερντογάν αλλά και το υπόλοιπο πολιτικό και στρατιωτικό σύστημα της Αγκυρας βάζουν και θα εξακολουθούν να βάζουν τόσα πολλά στο τραπέζι, που είναι αδύνατο να φτάσουμε σε έναν συμβιβασμό στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει περιθώρια για υποχωρήσεις από τις εθνικές θέσεις και οι Τούρκοι τα θέλουν όλα.

Υπό αυτές τις συνθήκες ας μην περιμένουμε πολλά από την επίσκεψη Τσαβούσογλου. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αξιοποιήσουμε την ισχυρή διεθνή θέση, που έχουμε αυτή τη στιγμή, έναντι της Τουρκίας, για να κερδίσουμε όσο μπορούμε περισσότερο την ησυχία μας στα ανατολικά σύνορα. Και στο εύλογο ερώτημα «μέχρι πού θα πάει αυτό», η απάντηση είναι τόσο όσο έρχεται από το παρελθόν. Ισχυροποίηση της διεθνούς μας θέσης και στρατιωτική ισορροπία, όσο είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε με έναν κακό γείτονα. Η μόνη λύση.