Τίποτα δεν άλλαξε από τότε. Φρόντισε να μας το υπενθυμίσει με τον πιο εμφατικό τρόπο ο Ταγίπ Ερντογάν το 2020 στον Εβρο, στο Αιγαίο, στην Κύπρο και συνεχίζει να μας το υπενθυμίζει μέχρι σήμερα με αμείωτη ένταση. Κάθε μέρα η χώρα μας αισθάνεται την απειλή της Τουρκίας και είναι γνωστό ότι εθνική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ισχυρή αμυντική θωράκιση.

Η έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας πριν από δύο χρόνια βρήκε τις Ενοπλες Δυνάμεις αποδυναμωμένες, αφού η οικονομική κρίση και τα μνημόνια είχαν περιορίσει δραματικά τις στρατιωτικές δαπάνες. Ακόμη και τα λίγα κονδύλια που διατέθηκαν επί κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου μάλλον πήγαν σε λάθος επιλογές. Η ανάγκη για μια γενναία ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων με σύγχρονα όπλα ήταν επιτακτική. Ευτυχώς, η αντιφατική πολιτική του Ερντογάν απέναντι στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη αλλά και στη Ρωσία μάς έδωσε τον απαραίτητο χρόνο για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις και οι παραγγελίες πολεμικών αεροσκαφών και πλοίων.

Με την ολοκλήρωση της παραλαβής των 24 Rafale, των τριών φρεγατών, επίσης από τη Γαλλία, των κορβετών, καθώς και των άλλων οπλικών συστημάτων αποκαθίσταται προοδευτικά η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο. Οι Ενοπλες Δυνάμεις θα έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τις επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας και να δώσουν χρόνο στη διπλωματία να προωθήσει ειρηνικές λύσεις στο Αιγαίο και την Κύπρο χωρίς να απεμπολήσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα και χωρίς εκπτώσεις στις πάγιες εθνικές θέσεις μας.

Εδώ τελειώνουν τα καλά νέα και αρχίζουν τα δύσκολα. Πρώτον, η ισορροπία δυνάμεων που αποκαθίσταται είναι εύκολο να διαταραχθεί. Ο Ερντογάν και η Τουρκία, που πολύ ενοχλήθηκαν από την άφιξη των γαλλικών μαχητικών, δεν πρόκειται να μείνουν με σταυρωμένα χέρια, αποδεχόμενοι την παγίωση μιας κατάστασης που δεν τους εξυπηρετεί.

Έχουν ήδη μια τεράστια πολεμική βιομηχανία, περιμένουν τα γερμανικά υποβρύχια, ανάλογων δυνατοτήτων με τα ελληνικά, έχουν παραγγείλει αεροπλανοφόρο στην Ισπανία, εκπαιδεύονται στους ρωσικούς S-400 και καθόλου δεν πιστεύω ότι ο αποκλεισμός τους από τη συμπαραγωγή των F-35 τέταρτης γενιάς με τους Αμερικανούς θα κρατήσει για πολύ ακόμη. Αποκλείεται να «διαγράψει» ο Ερντογάν τα 2 δισ. δολάρια που έδωσε στις ΗΠΑ για… προκαταβολή.

Ασφαλώς δεν πέρασε απαρατήρητη η αλλαγή στάσης των ΗΠΑ στο θέμα του ΕastΜed ή της δίκης για την τουρκική τράπεζα Halkbank και φοβάμαι ότι το επόμενο βήμα θα είναι η επιστροφή της Αγκυρας στο κατασκευαστικό πρόγραμμα των F-35. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, τα οικονομικά συμφέροντα τεράστια και η θέση της στρατηγικής σημασίας για να την εγκαταλείψει η Δύση στη Ρωσία.

Περιθώρια λοιπόν για θριαμβολογίες δεν υπάρχουν, ούτε για εθνικιστικές κορόνες. Κι από την άλλη, ο «πόλεμος των εξοπλισμών» με την Τουρκία εξαντλεί οικονομικά τη χώρα μας εδώ και 50 χρόνια τουλάχιστον. Στην ουσία αγοράζουμε όπλα και συμμαχίες, όπως με τη Γαλλία, που είναι γεγονός ότι βρίσκεται κοντά στην Ελλάδα, στρατιωτικά και πολιτικά, από τη δεκαετία του 1970. Μόνο που όλα αυτά κοστίζουν. Τα 24 Rafale θα στοιχίσουν στον Ελληνα φορολογούμενο 3,3 δισ. ευρώ.

Είναι πόροι που στερούνται η ελληνική οικονομία, ο πολίτης, το κοινωνικό κράτος, οι υποδομές. Ολες οι χώρες, ακόμη και η Ελβετία, αγοράζουν μαχητικά αεροσκάφη, αλλά εμείς και η Τουρκία διαθέτουμε μακράν ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά του ΑΕΠ παγκοσμίως για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Και δεν πρέπει να είμαστε χαρούμενοι γι’ αυτό. Αντίθετα, αυτό που θα έπρεπε να είχαμε κάνει είναι να στηρίξουμε και να εξελίξουμε την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Ναυπηγεία, ΕΑΒ, ΕΛΒΟ και άλλες μικρότερες μονάδες βρίσκονται κάθε τόσο με την απειλή του λουκέτου και αντί να προσφέρουν, πληρώνουμε κι από πάνω προγράμματα διάσωσης ξανά και ξανά. Επιτέλους, ας κάνουμε μια νέα αρχή. Αφού είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε με τα όπλα στο μαξιλάρι, ας κατασκευάζουμε και κάτι εδώ. Τα παραδείγματα της Τουρκίας και του Ισραήλ βρίσκονται δίπλα μας. Τουλάχιστον να δίνουμε δουλειά σε μερικές χιλιάδες ανέργους στη χώρα μας.