Η οικονομία όμως είναι ένα πολυπαραγοντικό σύνολο και η ευχάριστη εικόνα ενίοτε παρασύρει σε βιαστικές, υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις

Στην πραγματική αγορά, εκεί όπου κριτήριο δεν είναι οι δείκτες, αλλά το πόσα χρήματα απομένουν στο «πορτοφόλι της νοικοκυράς» αφού αποπειραθεί να γεμίσει το περιώνυμο «καλάθι» της, η κατάσταση εξελίσσεται αναπάντεχα ανησυχητική. Δεν είναι απλή αίσθηση ότι οι τιμές των περισσότερων καταναλωτικών ειδών, ακόμη και πρώτης ανάγκης, ανεβαίνουν από εβδομάδα σε εβδομάδα. Από τα δεδομένα που δημοσιοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ για τον Μάιο του 2021 επιβεβαιώνεται ο φόβος για εκρηκτική άνοδο των τιμών. Οι αυξήσεις σε προϊόντα μαζικής κατανάλωσης όπως κρέατα, πουλερικά, φρέσκα ψάρια, λαχανικά, ελαιόλαδο κ.ά. μπορεί να φτάνουν έως και το 14,5% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Μόνο οι ταπεινές πατάτες ακρίβυναν κατά 3,5% μέσα στο διάστημα του τελευταίου 12μήνου.

Πίσω από αυτές τις άμεσα ορατές αυξήσεις κρύβονται τεράστιες ανατιμήσεις στις ζωοτροφές και το κόστος παραγωγής ενέργειας, λένε. Στην πραγματικότητα η τιμαριθμική απογείωση κρύβει μια γενικευμένη τάση για κερδοσκοπία. Η οποία θεωρητικώς αποδίδεται στις τρομακτικές ζημίες που υπέστησαν σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις εξαιτίας των ανωμαλιών στην παραγωγή, στη διακίνηση, στη διάθεση, αλλά και τη ζήτηση των αγαθών σε όλο τον κόσμο από την πανδημία. Δεν μπορεί όμως η υγειονομική κρίση να δικαιολογήσει μια αύξηση των τιμών τόσο μεγάλη ώστε να εγείρει αμέσως υποψίες περί κοινής ασυδοσίας και εκμετάλλευσης της συγκυρίας.

Πώς θα πειστεί ο Ελληνας οικογενειάρχης ότι φέτος είναι λογικό να πληρώσει χρυσό το ενοικιαζόμενο κατάλυμα στις εντός Ελλάδας διακοπές; Και, φυσικά, παρόμοιο «κεφαλικό φόρο» θα καλείται να καταβάλει στο εστιατόριο και οπουδήποτε υπάρχει χρηματική συναλλαγή. Με απλά λόγια, αυτό που συμβαίνει είναι ότι, επικαλούμενοι τη ζημία λόγω lockdown, περιορισμών κ.λπ., πολλοί επιχειρηματίες αποπειρώνται να «βγάλουν τα σπασμένα» το ταχύτερο δυνατόν – και, εννοείται, εις βάρος των καταναλωτών. Οσοι, λοιπόν, δεν τυχαίνει να είμαστε στην όχθη του επιχειρείν -στο εμπόριο, στην εστίαση, στον τουρισμό κ.λπ.- είμαστε άραγε ανυπεράσπιστα θύματα, βορά στις αρπακτικές κερδοσκοπικές διαθέσεις της αγοράς;

Το καταναλωτικό κοινό, δηλαδή η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών, ύστερα από τη βάρβαρη δοκιμασία της πανδημίας δεν έχει τα περιθώρια να ανεχθεί ένα κύμα κερδοσκοπίας. Γι’ αυτό χρειάζεται δυναμική και δραστική παρέμβαση εκ μέρους του κράτους με την ενεργοποίηση μηχανισμών ελέγχου και -γιατί όχι;- αστυνόμευσης του τιμάριθμου. Η άμεση κινητοποίηση της κυβέρνησης είναι επιβεβλημένη από την καθημερινότητα εκατομμυρίων Ελλήνων, οι οποίοι συνειδητοποιούν ότι σε κάθε επίσκεψή τους π.χ. σε σούπερ μάρκετ υφίστανται μια αναίμακτη ληστεία – ή μια ύπουλη αφαίμαξη. Η ολιγωρία δεν συγχωρείται ούτε επειδή ενδεχομένως τα έσοδα από την έμμεση φορολόγηση θα είναι αυξημένα, ούτε διότι υπάρχουν αναστολές για την ενδεχόμενη παραβίαση των θεμελιωδών νόμων λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς. Ούτε συνιστά σοβαρό επιχείρημα ότι αντίστοιχου μεγέθους ανατιμήσεις παρατηρούνται σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Mαζί με τα αρμόδια στελέχη της κυβέρνησης οφείλει να ξυπνήσει κάθε πολίτης. Κανείς δεν παροτρύνει κανέναν να γίνει καταδότης ή να αντιποιηθεί τις Αρχές. Φαινόμενα αισχροκέρδειας, όμως, θα πρέπει να καταγγέλλονται και κυρίως να μην ενδίδουμε στην καταφανή κοροϊδία και εκμετάλλευση. Ο καθένας μας έχει δικαίωμα στην αυτοπροστασία από την επέλαση των κερδοσκόπων. Αν μη τι άλλο, έτσι χτίζουμε τείχος προστασίας ενάντια στη σπέκουλα του λαϊκισμού, ο οποίος καραδοκεί για να ψαρέψει στα θολά νερά της λαϊκής δυσαρέσκειας και να παρασύρει ξανά την Ελλάδα σε, πολιτικές και κοινωνικές πλέον, περιπέτειες.