Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήμουν 7 ετών και η γειτονιά μου ήταν πολύ διαφορετική. Η μάνα μου δεν φοβόταν όταν της έλεγα ότι βγαίνω έξω να παίξω και δεν ετίθετο καν θέμα τι και πού θα παίξω. Μα, φυσικά, μπάλα και, φυσικά, στον δρόμο.

Θυμάμαι να κοιτάζω τον δρόμο και να βλέπω μέχρι επάνω καμιά δεκαριά αυτοκίνητα παρκαρισμένα. Ισως να λέω και πολλά. Εμείς δεν είχαμε ακόμα. Πόδια, τρόλεϊ, λεωφορείο με εισπράκτορα, στο τσακίρ κέφι και αραιά και πού ταξί και βέβαια υπεραστικό για το χωριό, με τις βαλίτσες να δένονται στη σχάρα οροφής και την μπόχα απ’ τα κεφτεδάκια, τη φέτα και την ανθρωπίλα να έχει ποτίσει τις ρημαγμένες δερματίνες των καθισμάτων και να σου δημιουργεί ναυτία με το που ανέβαινες τα σκαλιά.

Το αυτοκίνητο ήταν πόθος και στόχος συνάμα. Αλλά από εκείνη την εποχή και μετά όχι και τόσο άπιαστος. Το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε, η παραγωγή μαζικοποιούνταν, οι τιμές σταδιακά έπεφταν και φυσικά οι απαιτήσεις από έναν πληθυσμό που στην πλειονότητά του δεν είχε ποτέ πριν αυτοκίνητο και μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε απολύτως φυσιολογικό να περπατά χιλιόμετρα, να παίρνει το τρένο, να ταξιδεύει με τις ώρες με το λεωφορείο ήταν πολύ κοντά στο να έχει τέσσερις ρόδες και ένα τιμόνι.

Καπάκι με αυτή τη διαφαινόμενη αλλαγή ήρθε και η Αλλαγή και ήταν πολλοί αυτοί που πίστεψαν (και κάμποσοι όσοι διαπίστωσαν) ότι το βιοτικό τους επίπεδο, μαζί και το κοινωνικό ενδεχομένως, μπορεί να βελτιωθεί. Μπορεί λοιπόν αρχικά η απόκτηση ενός αυτοκινήτου να ήταν μια δήλωση, μια έμπρακτη κίνηση κοινωνικής κινητικότητας, σταδιακά όμως εντάχθηκε στη ζωή μας ως μια απολύτως απαραίτητη κανονικότητα.

Θυμάμαι, όταν πήραμε το πρώτο μας αυτοκίνητο σαν τώρα. Ενα χρυσαφί Escort 1.100 με έναν μόνο καθρέφτη οπισθοπορείας, χωρίς στροφόμετρο και την πιο ωραία μυρωδιά καινουργίλας που είχε χτυπήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή τα ρουθούνια μου. Το αγάπησα αμέσως. Το θεώρησα μέλος της οικογένειας, η μάνα μου με παρακαλούσε να μπω σπίτι για να κοιμηθώ και να βγω επιτέλους από τη θέση του οδηγού όπου έκανα ατελείωτα νοερά χιλιόμετρα. Αυτή η αγάπη, συνειδητοποιώ τώρα, με σημάδεψε ανεπανόρθωτα, ενδεχομένως με ώθησε να ακολουθήσω το επάγγελμα που κάνω τώρα, όταν η μοίρα με έβαλε να διαλέξω ζωή.

Αυτό το δέσιμο με τη λαμαρίνα, όχι μόνο το δικό μου, αλλά γενιών ολόκληρων πριν και μετά από εμένα, έχει μια μεταφυσική υφή. Σαν αόρατα νήματα να μας συνδέουν με το αρχέγονο ορμέμφυτο της μετακίνησης. Ο καταπιεσμένος τροφοσυλλέκτης που έγινε αγρότης και ρίζωσε για πάντα σε ένα μέρος κοιτάζοντας ανήμπορος τον ορίζοντα άκουσε τον ήχο της μηχανής που παίρνει εμπρός και βγήκε από τον λήθαργο.

Κοντολογίς, αυτή είναι η ουσία μιας εφεύρεσης που άλλαξε τον κόσμο. Αλλά τώρα η εφεύρεση αυτή αλλάζει περιεχόμενο, μορφή, πηγή ενέργειας και σκεπτικό. Δεν ξέρω αν με λυπεί η διαπίστωση, αλλά η ουσία είναι πως η αυτοκίνηση θα πάψει να είναι μαζική με τον τρόπο που τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

Ή, μάλλον, να το θέσω αλλιώς. Με δεδομένο ότι η αγοραστική δύναμη στον δυτικό κόσμο, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, μειώνεται και η τιμή του αυτοκινήτου ολοένα αυξάνεται, το δεύτερο θα πάψει να είναι προσιτό για μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Αδικo ή όχι, με βάση τα στοιχεία, αυτό θα γίνει.

Η τιμή ενός μικρομεσαίου οικογενειακού που πριν από λίγα χρόνια ήταν αρκετά κάτω από 20.000 ευρώ πλέον είναι αρκετά πάνω από αυτό το όριο. And rising, που λένε και στο χωριό μου. Τα ηλεκτρικά είναι ακόμα (και θα είναι για αρκετά χρόνια ακόμα, θεωρώ) προνομιακό πεδίο της εύπορης τάξης. Καλά αυτά. Γιατί όμως και τα θερμικά ακολουθούν τόσο έντονη αυξητική πορεία;

Οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα ισχυριστούν ότι αυξήθηκαν σοβαρά οι πρώτες ύλες, ότι οι σοβαροί περιβαλλοντικοί περιορισμοί κοστίζουν, ότι τα αυτοκίνητα είναι πολύ πιο ασφαλή αλλά και τα συστήματα ασφαλείας επίσης κοστίζουν και πολλά ακόμα προβλήματα. Oλα ισχύουν.

Ισχύει επίσης και το γεγονός ότι το τέλος της πανδημίας έφερε τεράστια αύξηση στη ζήτηση (η ανάγκη της μετακίνησης που λέγαμε πιο πάνω). Ισχύει όμως εξίσου και το γεγονός ότι η αυτοκινητοβιομηχανία είδε μια χρυσή ευκαιρία: λιγότερα αυτοκίνητα, περισσότερα κέρδη. Και έπραξε ανάλογα. Το περίφημο περιθώριο κέρδους ανά αυτοκίνητο εκτινάχθηκε.

Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο είναι πλέον ένα απαραίτητο εργαλείο προφανώς παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη «σιγουριά», κι ας μοιάζει να κινείται στο όριο της αδιαφορίας για την πραγματική οικονομική δυνατότητα ενός μέσου ανθρώπου να αλλάξει πλέον το αυτοκίνητο 15ετίας που έχει. Πώς; Σήκωμα των ώμων. Τουλάχιστον όσο οι λίστες των βιβλίων παραγγελιών είναι ακόμα γεμάτες.

Αλλά κάποια στιγμή οι παραγγελίες θα παραδοθούν. Και δεν βλέπω την ίδια προθυμία με έναν χρόνο πριν ώστε να προστεθούν περισσότερες. Εφόσον αυτή η τάση παγιωθεί και δεν αναστραφεί, σε συνδυασμό με όλες τις νέες δυνατότητες που παρέχει πλέον η τεχνολογία για διαμοιρασμό και adhoc χρήση, είναι δεδομένο ότι η ιδιοκτησία του αυτοκινήτου θα μειωθεί δραματικά. Και όπως έλεγε ο, πάντα επίκαιρος όπως φαίνεται, Μάρσαλ Μακλούαν, η τεχνολογία θα έχει αλλάξει για μία ακόμα φορά όχι την εικόνα, αλλά το ίδιο το πλαίσιο.